Ίδρυμα Β&Ε Γουλανδρή: Έκθεση Χρόνης Μπότσογλου - Η αδιάλλακτη ειλικρίνεια της ενσυναίσθησης

Διαβάστε αναλυτικά το περιεχόμενο της έκθεσης

Άνδρος, 2 Ιουλίου - 1 Οκτωβρίου 2023

Η αδιάλλακτη ειλικρίνεια της ενσυναίσθησης

Το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή με χαρά παρουσιάζει φέτος το καλοκαίρι, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο, αναδρομική έκθεση του έργου του Χρόνη Μπότσογλου (1941-2022), ενός από τους σημαντικότερους παραστατικούς καλλιτέχνες της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Θα παρουσιαστούν περισσότερα από εκατό έργα, σχέδια με μολύβι, παστέλ, ελαιογραφίες, ακουαρέλες, μπρούντζινα, ορειχάλκινα και γύψινα, τα οποία καλύπτουν την περίοδο από το 1953 έως το 2018, δηλαδή περισσότερα από εξήντα πέντε χρόνια μιας εξαιρετικά γόνιμης καλλιτεχνικής διαδρομής. Άξιος διάδοχος των δασκάλων του Vincent van Gogh, Alberto Giacometti και Francis Bacon, ο Μπότσογλου τοποθέτησε τον άνθρωπο στο κέντρο του έργου του και έθεσε σκοπό του να αποδώσει
τους τρόπους με τους οποίους τον αντιλαμβανόταν με τη μεγαλύτερη δυνατή υποκειμενικότητα. Τα έργα του είναι κατ’ εικόνα των γραπτών κειμένων του: γεννήθηκαν μέσα στον ασκητισμό, στην οδύνη και σε μια γνήσια έγνοια για ειλικρίνεια. Αυτή η αδιάλλακτη ειλικρίνεια, την οποία επέβαλλε συχνά και απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του, δεν έπαψε ποτέ να συνοδεύεται από ενσυναίσθηση. Το στοιχείο του εύθραυστου, του τρωτού που αναδύεται από τα έργα του δεν έχει να κάνει μόνο με το μοντέλο που ποζάρει κάθε φορά. Αφοπλίζει επίσης τον θεατή, ο οποίος, μπροστά σε μια αλήθεια τόσο ωμή, πιάνει τον εαυτό του να αναγνωρίζει και δικά του στοιχεία στο υλικό που έχει χρησιμοποιήσει ο καλλιτέχνης. Αυτή η αγάπη για τον κόσμο του ζωντανού, έμπλεη από μια τρυφερότητα εντελώς απαλλαγμένη από κάθε είδους συγκατάβαση, επαναλαμβάνεται σε μια σειρά θεματικών που αγαπούσε ο Μπότσογλου.


Αυτά τα ζωγραφικά κεφάλαια, όπως ο ίδιος ο καλλιτέχνης τα όρισε στα γραπτά κείμενά του, ιδίως στη συλλογή Το χρώμα της σπουδής, είναι όλα παρόντα στην αναδρομική έκθεση. Η γενναιόδωρη συμμετοχή της οικογένειας του ζωγράφου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον περασμένο χρόνο, όπως και πολλών συλλεκτών, ιδιωτών και θεσμών, μας επέτρεψε να συγκεντρώσουμε τόσο τα έργα-ορόσημα του καλλιτέχνη όσο και πολλά άλλα, που εκτίθενται για πρώτη φορά. Η έκθεση συνοδεύεται από την έκδοση δίγλωσσου καταλόγου (στα ελληνικά και στα αγγλικά), που έγραψε η επιμελήτρια της έκθεσης Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau και εκδίδεται από το Ίδρυμα Β&Ε Γουλανδρή, σε επιμέλεια της Μικρής Άρκτου. Ο κατάλογος είναι εμπλουτισμένος με αναλυτικό χρονολόγιο, μαρτυρίες του ίδιου του Μπότσογλου, καθώς και με φωτογραφικά τεκμήρια, αδημοσίευτα τα περισσότερα, τα οποία πρόσφερε η οικογένεια του καλλιτέχνη. Ο τόνος στον κατάλογο, όπως και στην έκθεση, δίνεται με τις «Αδελφικές σκέψεις», έναν φανταστικό διάλογο ανάμεσα στον Μπότσογλου και τους δασκάλους του, ο οποίος αναδεικνύει την αδελφοσύνη μεταξύ των καλλιτεχνών σε ό,τι αφορούσε τους προβληματισμούς και τις προσδοκίες τους, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια της έκθεσης θα πραγματοποιούνται ξεναγήσεις για το κοινό σε ελληνικά και αγγλικά (για τον μήνα Αύγουστο) καθώς και εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά διαφορετικών ηλικιών και οικογενειακές ξεναγήσεις από μέσα Ιουλίου έως τέλη Αυγούστου.

ΔΙΑΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ
ΤΟΠΙΑ

Ο Μπότσογλου αρχίζει να ενδιαφέρεται σοβαρά για τη θεματική του τοπίου όταν πια έχει μπει στην έβδομη δεκαετία της ζωής του. Θαυμαστής του έργου του Cézanne, βλέπει αυτό το θέμα σαν την «τελευταία πρόκληση». Θα βρει το δικό του όρος Σαιντ-Βικτουάρ στο Πετρί της Λέσβου. Από τα παράθυρα του οικογενειακού σπιτιού, έρχεται αντιμέτωπος με τους γύρω λόφους και γίνεται αρχιτέκτονας του βράχου. Εξισορροπώντας ανόργανη ύλη, ουρανό και βλάστηση, ο καλλιτέχνης κατορθώνει να αποδώσει τα χρώματα της Μεσογείου με εξαιρετική πιστότητα. Και όσο κι αν αυτά τα χρώματα συντρίβονται από την ανελέητη δύναμη του ήλιου, ξέρουν να ξεγλιστράνε από την επαγρύπνησή του για να προσφέρουν αλησμόνητες αποχρώσεις της ώχρας, του πράσινου και του γαλάζιου. Μια παλέτα του Cézanne προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του ελληνικού καλοκαιριού, η οποία δεν μπορεί παρά να θυμίζει τα βουνά της Άνδρου γύρω μας.

ΝΕΑΝΙΚΑ ΕΡΓΑ

Ο Μπότσογλου ήταν ένα πρώιμο ταλέντο. Σχεδίαζε από έξι χρονών μόλις, ενώ εξέθεσε τα πρώτα έργα του στην ηλικία των δεκαπέντε. Παρά τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας, οι γονείς του τον ενθάρρυναν να ζωγραφίζει και να γράφει. Οι σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, και στη συνέχεια στο Παρίσι, του προσφέρουν την ακαδημαϊκή βάση που χρειάζεται για να βρει τον δρόμο του. Εμπνεόμενος τόσο από φωτογραφίες όσο και από αυθόρμητες στιγμιαίες πόζες, απαθανατίζει τους αγαπημένους του ανθρώπους, όπως και το πρόσωπό του με ενσυναίσθηση, που συγχρόνως φανερώνει την ανάγκη του να πάει πέρα από το βλέμμα ή μάλλον το «κουτί του κρανίου», όπως θα έλεγε το πρότυπό του, ο Alberto Giacometti.

ΕΡΩΣ

Ο Μπότσογλου αρχίζει να φτιάχνει ερωτικά σχέδια το 1986. Αλλά μόνο μία δεκαετία αργότερα βρίσκει τις πλαστικές λύσεις που του επιτρέπουν να εξερευνήσει πλήρως το θέμα. Το 2001, σε ηλικία ήδη 60 χρονών, εκπλήσσει τους πάντες αψηφώντας τι θα πει ο κόσμος και επιστρέφοντας στην ερωτική ζωγραφική με μια σειρά ανάγλυφων και έργων σε χαρτί. Αντλώντας φύρδην μίγδην από τις παραδόσεις της αρχαίας Ελλάδας, της Ρώμης, αλλά και της Ιαπωνίας και της Ινδίας, χλευάζει τη σύγχρονη σεμνοτυφία, που ξέρει να κλείνει τα μάτια μπροστά στη χυδαιότητα, αλλά όχι στην αναισχυντία. Η αγάπη του για το ανθρώπινο σώμα αναδεικνύεται με μια αδιάλλακτη ειλικρίνεια που παραμερίζει όλα τα άλλα. Αποφεύγει σκόπιμα να συμμετέχει στην όλο και μεγαλύτερη αισθητοποίηση της ερωτικής πράξης. Το να την αναπαριστά με τον μεγαλύτερο δυνατό ρεαλισμό γίνεται στα μάτια του ο πιο εύγλωττος, ο πιο πιστός φόρος τιμής σε αυτή τη στιγμή που προσφέρει στον άνθρωπο τη φευγαλέα ευκαιρία να αρνηθεί τον θάνατο. Με αυτόν τον τρόπο, ακολουθεί τον δρόμο που είχε πάρει πριν από αυτόν ο Francis Bacon, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα, που είχε πει: «Το κάλλος είναι εχθρός του σεξ».

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΕΑΛΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟ

Επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1972, ο Μπότσογλου είναι ένας πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, έτοιμος να καταγγείλει τις ακρότητες της δικτατορίας και του καπιταλισμού. Προσχωρεί σε πολλές καλλιτεχνικές ομάδες, προσπαθώντας να εντάξει την καθημερινότητα στην τέχνη και προσεγγίζει το κίνημα του Νέου Ρεαλισμού, που τοποθετεί τη φωτογραφία στη βάση της καλλιτεχνικής έμπνευσης. Η απογοήτευσή του από την πολιτική στα τέλη της δεκαετίας του 1970 θα τον οδηγήσει σε βαθιά προσωπική κρίση, η οποία θα έχει ωστόσο και μια θετική πλευρά: θα του δώσει τη δυνατότητα να αφαιρέσει από την τέχνη του καθετί επιφανειακό και να κρατήσει μόνο το ουσιώδες, μια ζωγραφική τραχιά, ηθελημένα επώδυνη, επικεντρωμένη στον άνθρωπο και στα ίχνη που αφήνει στο πέρασμά του. Σε αυτό θα βοηθήσει σημαντικά η διαμονή του για συνεχόμενα καλοκαίρια στη Λέσβο. Εκεί, σε ένα παλιό και ετοιμόρροπο ελαιοτριβείο, όπου ζει σαν ασκητής, παραμορφώνει σκόπιμα την προοπτική για να μετατρέψει τον χώρο σε ένα κουκούλι πότε προστατευτικό και πότε αποπνικτικό, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος, είτε είναι ο ζωγράφος είτε το μοντέλο του, εμφανίζεται μέσα σε όλη την εύθραυστη λάμψη της συνθήκης του.

«ΖΩΓΡΑΦΙΖΩ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ»

Ο Μπότσογλου αγάπησε τον άνθρωπο εις πείσμα των πάντων. Ούτε η διαύγεια μυαλού που διέθετε ούτε τα αθεράπευτα τραύματα που συσσωρεύονταν στην ψυχή του δεν στιγμάτισαν τη μοναδική ικανότητά του να αποκαλύπτει τον άλλο σαν να ήταν ο ίδιος ο εαυτός του. Μπορούσε να μπαίνει στη θέση του, να εκθέτει τον εσώτερο εαυτό του χωρίς παραχωρήσεις ούτε εξωραϊσμούς, αλλά με μια καλοπροαίρετη διάθεση να κατανοεί. Η ειλικρίνεια του Μπότσογλου γίνεται ακόμη πιο αδιάλλακτη απέναντι στον εαυτό του. Το μαρτυρούν οι πολλές αυτοπροσωπογραφίες του, είδος στο οποίο θα επιδοθεί από πολύ νεαρή ηλικία. Με την πάροδο των χρόνων, το πρόσωπο φέρει προοδευτικά τα σημάδια του χρόνου. Το σώμα αφήνεται σε μια αργή, αναπόφευκτη γήρανση. Το βλέμμα όμως έχει μείνει ίδιο. Ένα βλέμμα διαπεραστικό, αποφασιστικό και ασυμβίβαστο, που μας αφήνει να διαβάσουμε, με τρόπο απότομο και άναρχο, τις σκέψεις ενός ανθρώπου που δεν προσπαθεί να κρυφτεί. Με αυτή την απόλυτη αποδοχή των ατελειών και αδυναμιών του, ο Μπότσογλου εμφανίζεται όπως ακριβώς είναι, κατορθώνοντας να κάνει αισθητούς τους ψιθύρους μιας ψυχής με ό,τι πιο επονείδιστο, πιο συμπλεγματικό, αλλά και πιο γενναιόδωρο κρύβει μέσα της. Η συχνή γύμνια των σωμάτων καταλήγει να είναι σεμνότερη από την προκλητική γύμνια των βλεμμάτων.

ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΝΕΚΥΙΑ

Το 1993 ο Μπότσογλου αρχίζει τη σειρά Νέκυια που, όταν την ολοκληρώσει το 2000, θα τη θεωρήσει ένα πολύπτυχο αποτελούμενο από 26 έργα. Πηγή έμπνευσης είναι η ραψωδία λ΄ της Οδύσσειας, στην οποία ο Οδυσσέας –που προσπαθεί απεγνωσμένα να καλέσει τον νεκρό μάντη Τειρεσία από τον κάτω κόσμο για να μάθει αν θα επιστρέψει στην Ιθάκη– μυείται από την Κίρκη στην τελετουργία της νεκρομαντείας, που συνίσταται στην προσωρινή επιστροφή των νεκρών από το βασίλειο του Άδη. Με αυτόν τον τρόπο, ο Μπότσογλου ζωγραφίζει τις αναμνήσεις του από πρόσωπα που υπήρξαν αγαπητά, όπως οι γονείς του, ο θείος και η θεία του, ο ποιητής Νίκος Καββαδίας, οι ζωγράφοι Νίκος Παραλής, Λευτέρης Κανακάκις (ως «Ψαράς της Σαντορίνης») και Ασαντούρ Μπαχαριάν. Στην πρώτη προσωπογραφία της σειράς, Ο νεκρομάντης, δίνει τα δικά του χαρακτηριστικά. Τα γλυπτά έργα του Μπότσογλου μαρτυρούν τις ίδιες ανησυχίες με τα ζωγραφικά. Η μορφή της γυναίκας του Ελένης είναι παρούσα παντού, όπως και της μητέρας του, την προοδευτική κατάπτωση της οποίας, εξαιτίας του Αλτσχάιμερ, θα απεικονίζει για πολλά χρόνια.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Το 2003 ο Μπότσογλου αρχίζει τη σειρά Αναφορές, στην οποία αποτίει φόρο τιμής στους δασκάλους του δημιουργώντας φανταστικά πορτραίτα τους. Αν και ανάμεσα στις επιρροές του έχει αναφέρει ήδη πολλά ονόματα κάθε εθνικότητας και εποχής, σε αυτή τη σειρά περιορίζεται σε αναπαραστάσεις των Γιαννούλη Χαλεπά, Γιώργου Μπουζιάνη, Vincent van Gogh, Chaïm Soutine, Alberto Giacometti και Francis Bacon. Και εδώ, η πιστότητα των χαρακτηριστικών είναι απατηλή. Μέσω αυτών των αποστασιοποιημένων συνθέσεων, ο Μπότσογλου αναφέρεται σε εκείνους τους κορυφαίους ζωγράφους με όλη την ταπεινότητα που τον χαρακτηρίζει. Η απουσία εγκωμιασμού δεν τους κάνει λιγότερο εντυπωσιακούς, κάθε άλλο: όλοι μοιάζουν να κουβαλάνε το ίδιο βαρύ φορτίο στους ώμους τους, φορτίο που επέτρεψε ωστόσο στους διαδόχους τους να βρουν πλαστικές λύσεις ικανές να υπηρετήσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα τις καλλιτεχνικές επιθυμίες τους.

Επιμέλεια έκθεσης: Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, Υπεύθυνη Συλλογής Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή
Διάρκεια: 2 Ιουλίου-1 Οκτωβρίου 2023

Ώρες λειτουργίας: Καθημερινά 11.00-15.00 και 18.00-21.00, Δευτέρα 11.00-15.00
Δευτέρα απόγευμα και Τρίτη: κλειστά

Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Χώρα, Άνδρος 84500
Τ: 22820 22444
andros@goulandris.gr

ΜΝΗΜΕΣ ΛΟΥΣΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Η τέχνη του πολλαπλού στη Συλλογή του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή Maillol, Toulouse-Lautrec, Matisse, Léger, Picasso, Braque, Miró, Balthus

Το Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα αφιερώνει την προσεχή περιοδική έκθεσή του στον πρωταρχικό ρόλο του πολλαπλού στη μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη. Για αυτόν τον σκοπό, συγκεντρώθηκαν περίπου ενενήντα λιθογραφίες, γκραβούρες και κεραμικά από τη Συλλογή του Ιδρύματος, που φέρουν τις υπογραφές οκτώ κορυφαίων καλλιτεχνών του 19ου και του 20ου αιώνα: Aristide Maillol (1861-1944), Henri de Toulouse-Lautrec (1864-1901), Henri Matisse (1869-1954), Fernand Léger (1881-1955), Pablo Picasso (1881-1973), Georges Braque (1882-1954), Joan Miró (1893-1983) και Balthus (1908-2001).

Η συγκεντρωτική παρουσίαση αυτών των έργων μας δίνει την ευκαιρία να ξαναδιαβάσουμε την ιστορία τους μέσα από δυο προοπτικές. Πρώτον, εξετάζοντάς τα ως ένα σύνολο από «μνήμες λουσμένες στο όνειρο», κατά την τόσο λυρική περιγραφή του Γουατεμαλέζου συγγραφέα Miguel Ángel Asturias. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να αναλύσουμε λεπτομερώς τα πλεονεκτήματα που προσέφεραν στους καλλιτέχνες οι διάφορες τεχνικές του πολλαπλού: να προσεγγίζουν διαφορετικές μεθόδους δημιουργίας και να αναπτύσσουν έναν διαφορετικό τρόπο θεώρησης του έργου τέχνης· να αφήνουν τη μοναξιά του ατελιέ τους και να απολαμβάνουν, έστω πρόσκαιρα, τη χαρά της συνεργασίας· να διαδίδουν το έργο τους ευρύτερα και γρηγορότερα· να βάζουν τα έργα τους να συνυπάρχουν με γραπτά κείμενα πεζογράφων ή ποιητών. Εξερευνώντας έτσι τον κόσμο της χαρακτικής και της κεραμικής, έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε επίσης στον ρόλο-κλειδί πολλών συνεργατών που συμμετείχαν στην επεξεργασία των έργων. Ανάμεσά τους ο Ambroise Vollard, ο Aimé, η Marguerite και ο Adrien Maeght, ο Tériade, ο Fernand Mourlot και η Suzanne Ramié. Στη συνέχεια, σκύβοντας πάνω από το κάθε έργο χωριστά, ακολουθούμε τη διαδρομή της δημιουργίας του, δίνοντας συγχρόνως έμφαση στην πρωτοτυπία του σε σχέση με την υπόλοιπη παραγωγή κάθε καλλιτέχνη. Το άθροισμα αυτών των μικρών ιστοριών συμβάλλει σε μια εντελώς νέα προσέγγιση της Ιστορίας της τέχνης, με κεφαλαίο Ι. Οι επισκέπτες της έκθεσης θα μπορέσουν να ανακαλύψουν, μεταξύ άλλων, ολόκληρα τα λευκώματα Οι μαιτρ του σχεδίου - Aristide Maillol, Δώδεκα λιθογραφίες του Lautrec, Τσίρκο του Léger, Η Θεογονία του Ησίοδου, εικονογραφημένη (στα ελληνικά) από τον Braque, Ανεμοδαρμένα ύψη της Emily Brontë, έτσι όπως τα φαντάστηκε ο Balthus. Όσο για τους Matisse, Picasso και Miró, αποδεικνύουν για μια ακόμη φορά τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξαν στην ανάπτυξη της χαρακτικής και της κεραμικής κατά τον 20ο αιώνα. Η έκθεση συνοδεύεται από δίγλωσσο κατάλογο (στα ελληνικά και στα αγγλικά), τον οποίο έχει συντάξει η επιμελήτρια της έκθεσης Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau και εκδίδεται από το Ίδρυμα Β&Ε Γουλανδρή σε επιμέλεια της Μικρής Άρκτου. Είναι εμπλουτισμένος με Γλωσσάριο που περιλαμβάνει όλους τους τεχνικούς όρους της χαρακτικής, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την καλή κατανόηση των μεθόδων που έχουν χρησιμοποιηθεί, καθώς και με βιογραφικά σημειώματα των πολύτιμων συνεργατών που έδωσαν στους καλλιτέχνες την ευκαιρία να διαπρέψουν στην τέχνη του πολλαπλού. Οι παρεμβαλλόμενες μαρτυρίες καλλιτεχνών, ιδιοκτητών γκαλερί και τεχνιτών συμπληρώνουν αυτό το αφιέρωμα σε έναν ολόκληρο τομέα της τέχνης, που δυστυχώς δεν έχει βρει ακόμη την αναγνώριση που του αξίζει.

Κατά τη διάρκεια της έκθεσης θα πραγματοποιούνται ξεναγήσεις για το κοινό σε ελληνικά και αγγλικά και εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά, από τέλη Σεπτεμβρίου.

ΔΙΑΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ
Aristide Maillol (1861-1944) - ΛΙΘΟΓΡΑΦΙΕΣ

Το 1948, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Aristide Maillol, ο γαλλικός εκδοτικός οίκος Flammarion εκδίδει ένα λεύκωμα με σχέδια του καλλιτέχνη και πρόλογο του συγγραφέα Jules Romain. Εκείνα τα έργα σε χαρτί, μεταφερμένα σε λιθογραφίες, δίνουν την ευκαιρία σε ένα ευρύτερο κοινό να ανακαλύψει μια άγνωστη ως τότε πλευρά της τέχνης του Maillol, ο οποίος μέχρι εκείνη την περίοδο ήταν διάσημος ως γλύπτης. Κι όμως, ο Maillol είχε αρχίσει να ασχολείται με τη γλυπτική μετά τα σαράντα του χρόνια, βλέποντάς τη σαν λογική συνέχεια των δραστηριοτήτων του ως ζωγράφου, σχεδιαστή, χαράκτη, κεραμίστα, κεντητή και ξυλογλύπτη. Πίστευε βαθιά, όπως και ο Paul Gauguin, που υπήρξε πρότυπό του, ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι πολυσχιδής και να συνδυάζει τις ικανότητές του με εκείνες του τεχνίτη. Αυτές οι λιθογραφίες απεικονίζουν στο χαρτί την αρχιτεκτονική προσέγγιση του Maillol στο θηλυκό σώμα. Οι σιλουέτες είναι ογκώδεις, στέρεες, γλυπτικές, όπως στα γλυπτά που ενέπνευσαν στη συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά, τις διακρίνει ένας αισθησιασμός πρωτόγνωρος για εκείνη την εποχή. Συμπληρώνονται από ένα τοπίο που το χαρακτηρίζει η έντονη φρεσκάδα, η οποία θυμίζει τη συγγένεια του γλύπτη με το κίνημα Nabi.

Henri de Toulouse-Lautrec (1864-1901) - ΔΩΔΕΚΑ ΛΙΘΟΓΡΑΦΙΕΣ

Ο Henri de Toulouse-Lautrec ασχολήθηκε σε όλη τη ζωή του με τη λιθογραφία, είδος που του προσέφερε μεγάλη ελευθερία έκφρασης. Οι έμποροί του Maurice Joyant και Michel Nanzi, τελευταίοι ιδιοκτήτες του οίκου Goupil & Cie, τον ενθάρρυναν πολύ προς αυτή την κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, το έργο του Lautrec στο είδος της λιθογραφίας γνώρισε πραγματική επιτυχία μετά τον θάνατό του, κυρίως χάρη στην έκθεση που οργάνωσε ο Marcel Guérin το 1910 στο Musée des Arts Décoratifs του Παρισιού. Σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, το 1948, οι εκδόσεις Librairie Gründ, σε συνεργασία με τους αδελφούς Mourlot και τον André Thiry, πρότειναν στον Guérin να επιλέξει δώδεκα λιθογραφίες ανάμεσα στις πιο γνωστές για να τις επανεκδώσουν. Εκείνος άντλησε από όλα τα θέματα που προτιμούσε ο ζωγράφος μεταξύ 1893 και 1899: τα καφωδεία με τις τραγουδίστριες, τις χορεύτριες και τις ηθοποιούς, τους οίκους ανοχής, τους ιππικούς αγώνες, καθώς και δύο θέματα λιγότερα γνωστά αλλά ιδιαιτέρως αγαπητά στον Lautrec.

Henri Matisse (1869-1954) - ΤΖΑΖ

Ο Matisse αρχίζει να δημιουργεί έργα χρησιμοποιώντας ψαλιδισμένα χρωματιστά χαρτιά ήδη από το 1930. Αλλά μόνο το 1943 αυτή η τεχνική θα αποκτήσει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν ο Tériade, με τον οποίο έχει συνεργαστεί ήδη για το περιοδικό Verve, ανακαλύπτει τα κολάζ του. Εκείνη την εποχή ο Matisse ζει στους λόφους της Νίκαιας και η κατάσταση της υγείας του δεν του επιτρέπει να δουλεύει παρά ξαπλωμένος στο κρεβάτι τον περισσότερο καιρό. Ο Tériade εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από εκείνες τις ψαλιδισμένες μορφές από φύλλα χαρτιού ζωγραφισμένα με γκουάς, που προτείνει στον Matisse να δημιουργήσει ένα «βιβλίο-λουλούδι», το οποίο θα είναι συνδυασμός μιας σειράς συνθέσεων αυτού του είδους και χειρόγραφου κειμένου. Τα πρώτα κολάζ που ο Matisse δείχνει στον Tériade έχουν θέμα αποκλειστικά τον κόσμο των ακροβατών και των ζώων του τσίρκου. Επομένως, πολύ λογικά, το λεύκωμα παίρνει στην αρχή τον τίτλο Τσίρκο. Λίγο καιρό αργότερα όμως, ο καλλιτέχνης προτιμά τον τίτλο Τζαζ. Αισθάνεται ότι αυτό το είδος μουσικής παραπέμπει στη δική του φιλοσοφία: χάρη σε σκληρή δουλειά προετοιμασίας, το μέγεθος της οποίας δεν πρέπει να το υποψιάζεται κανείς, ανοίγεται ελεύθερο μπροστά του το πεδίο του αυτοσχεδιασμού και της αναζήτησης του τέλειου ρυθμού. Ο Matisse θα χρειαστεί τελικά τέσσερα χρόνια για να ολοκληρώσει την επιλογή είκοσι εικονογραφήσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται Ο εφιάλτης του λευκού ελέφαντα (αριθμός IV) και Ο καουμπόι (αριθμός XIV). Το λεύκωμα Τζαζ θα γίνει διάσημο με την έκθεσή του τον Δεκέμβριο του 1947 στην γκαλερί Pierre Berès. Για τον Matisse εκείνο το εγχείρημα θα αποτελέσει τη μήτρα των περισσότερων μεγάλων μελλοντικών έργων του, όπως το παρεκκλήσι στο Βανς. Το λεύκωμα θα ασκήσει επίσης σημαντική επιρροή στους ομότεχνούς του, ιδιαίτερα στους Mark Rothko και David Hockney.

Pablo Picasso (1881-1973) - ΚΕΡΑΜΙΚΑ

Το 1946 ο Picasso επισκέπτεται την ετήσια έκθεση αγγειοπλαστικής του Βαλλωρίς Αγγειοπλαστική, άνθη, αρώματα, που οργανώνεται στις εγκαταστάσεις του αγροτικού συνεταιρισμού Nérolium, και μαθαίνει ότι στη μικρή αυτή πόλη συνεχίζεται επί αιώνες μια παράδοση κατασκευής κεραμικών μαγειρικών σκευών. Εκεί γνωρίζει τους Suzanne και Georges Ramié, ιδιοκτήτες του εργαστηρίου Madoura, μιας βιοτεχνίας αγγειοπλαστικής που βρισκόταν ακριβώς δίπλα. Αυτή η γνωριμία έχει αποφασιστική σημασία για τον Picasso, ο οποίος λίγο αργότερα ζητά από τη Suzanne να τον εκπαιδεύσει στις παραδοσιακές τεχνικές του ψησίματος και της σμάλτωσης του πηλού. Έναν χρόνο αργότερα έχει εμπλακεί τόσο πολύ σε αυτή τη νέα δραστηριότητα, που το 1947 μετακομίζει στο Βαλλωρίς. Με τον ακάματο ζήλο για δουλειά που τον χαρακτηρίζει, ο Picasso θα δημιουργήσει μέσα σε τριάντα περίπου χρόνια περισσότερα από 3.500 πρωτότυπα έργα από πηλό, μη διστάζοντας να χαρακτηρίσει την κεραμική σαν «ζωγραφική με ανοιχτή καρδιά». Η άσκηση της κεραμικής τέχνης από τον Picasso θα μπορούσε να εκληφθεί, εκ πρώτης όψεως, σαν μια ευχάριστη διαφυγή από τις δυσκολίες της ζωγραφικής. Δεν είναι καθόλου έτσι. Όπως η ζωγραφική, η γλυπτική και η χαρακτική, έτσι και η κεραμική του δίνει την ευκαιρία για νέους πειραματισμούς με την ίδια πάντα, γνήσια και διαρκώς αναγεννώμενη, χαρά της δημιουργίας. Του αρέσει επίσης να παραβιάζει τους πολυάριθμους κανόνες που επί αιώνες επιβάλλουν στον εαυτό τους οι αγγειοπλάστες: χρησιμοποιεί αλλόκοτα υλικά, πειραματίζεται με το σμάλτο και τη ζωγραφική σε πηλό, πολλαπλασιάζει τα εκκεντρικά σχήματα, που οι γύρω του πολλές φορές τον προειδοποιούν ότι κινδυνεύουν να σπάσουν κατά το ψήσιμο. Με την ίδια ενεργητικότητα καταπιάνεται με το καλούπωμα, τη συναρμογή, το σταμπάρισμα, τη χύτευση, το πρόστυπο και έκτυπο ανάγλυφο. Το αποτέλεσμα είναι κατ’ εικόνα της τέχνης του: οργιώδες, πληθωρικό, εκκεντρικό, ιδιοφυές… Με χαρά αναγνωρίζουμε θέματα οικεία, όπως την corrida, τους φαύνους, τις νεκρές φύσεις, τα φανταστικά ζώα και, φυσικά, τη σύντροφό του Jaqueline Roque, την οποία γνωρίζει το 1952 εκεί, στο εργαστήριο Madoura.

Pablo Picasso (1881-1973) - ΛΙΘΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΛΙΝΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΕΣ ΑΦΙΣΕΣ

Ο Picasso ήταν ανέκαθεν γνωστός για την κλίση του προς τον πειραματισμό. Καμία τεχνική, κανένα μέσο, καμία μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης δεν του ήταν ξένες. Ζωγράφισε, σχεδίασε, σμίλεψε, έγραψε, φωτογράφισε, φιλοτέχνησε θεατρικά σκηνικά και κεραμικά. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον επίσης για τη χαρακτική, μαθαίνοντας όλες τις δυνατές τεχνικές της: χαρακτική με γλυφίδα, οξυγραφία, πούντα, ακουατίντα, λινογραφία, λιθογραφία. Το πρώτο χαρακτικό του χρονολογείται από το 1899, όταν ήταν μόλις 17 ετών, και το τελευταίο το 1973, μόλις λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατό του σε ηλικία 92 ετών. Από όλες εκείνες τις τεχνικές, η πιο αγαπημένη του ήταν αναμφίβολα η λιθογραφία, την οποία ανακάλυψε και τελειοποίησε στο πλευρό του πολύπειρου τυπογράφου Fernand Mourlot, που γνώρισε τον Νοέμβριο του 1945 και ο οποίος θυμάται: «Από τις εννέα το πρωί μέχρι τις οκτώ το βράδυ ή και αργότερα μερικές φορές, ο Pablo παραδίδεται στις χαρές της λιθογραφίας. Σε χαρτί, σε τσίγκο, σε πέτρα, εξαντλεί όλες της δυνατότητες αυτής της τεχνικής». Το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή διαθέτει στη Συλλογή του δυο λιθογραφίες, μια λινογραφία, καθώς και μια επιζωγραφισμένη αφίσα, οι οποίες καταδεικνύουν το απαράμιλλο ταλέντο του Picasso σε αυτόν τον τομέα.

Fernand Léger (1881-1955) - ΤΣΙΡΚΟ

Ο Fernand Léger επιστρέφει στο Παρίσι το 1946, ύστερα από διαμονή έξι χρόνων στη Νέα Υόρκη. Λίγο αργότερα, επικοινωνεί μαζί του ο Tériade, ο οποίος του προτείνει να φιλοτεχνήσει ένα λεύκωμα με λιθογραφίες που θα εικονογραφούν ένα θέμα και ένα κείμενο δικής του επιλογής. Ο ζωγράφος διαλέγει να ασχοληθεί με τον κόσμο του τσίρκου και αποφασίζει να γράψει ο ίδιος το κείμενο, το οποίο θα διακοσμούν αποκλειστικά πρωτότυπες λιθογραφίες. Δημιουργεί 34 έγχρωμες και 29 μαυρόασπρες συνθέσεις για το Τσίρκο, οι οποίες μπαίνουν ένθετες σε ένα χειρόγραφο γραμμένο με λεπτό και πλατύ γραφικό χαρακτήρα, παρόμοιο με αυτόν που βλέπουμε στο Τζαζ του Matisse. Με τη διαφορά ότι ενώ ο τελευταίος βλέπει το γραπτό μέρος ως παρελκόμενο της εικόνας, χρήσιμο για την ισορροπία του συνόλου, ο Léger, ο οποίος διαθέτει ένα αναμφισβήτητο συγγραφικό και ρητορικό ταλέντο σπάνιας απλότητας, θα αξιοποιήσει την έκδοση για να αποτίσει έναν πραγματικό φόρο τιμής, λογοτεχνικό όσο και καλλιτεχνικό, στο τσίρκο. Έτσι, ο Léger μας παίρνει μαζί του σε ένα ταξίδι στη χώρα των πανταχού παρόντων κύκλων, πάνω σε ένα ποδήλατο που διασχίζει τη γαλλική ύπαιθρο, όπου συναντάμε χωρικούς, ζώα, μηχανήματα. Και μόνο μετά από αυτή την εισαγωγή μπαίνουμε επιτέλους στην τέντα, ενώ οι κύκλοι συνεχίζουν να μας περιβάλλουν, να μας διασκεδάζουν, να μας προκαλούν ίλιγγο. Η αποθέωση έρχεται με τη μεγάλη παρέλαση, όπου ακροβάτες και κλόουν, χορεύτριες και άλογα προσθέτουν μια τελευταία πινελιά στην παράσταση, καλώντας τον θεατή να κρατήσει και τις πέντε αισθήσεις του σε εγρήγορση. Θα χρειαστούν τέσσερα χρόνια προκειμένου οι Léger και Tériade να ολοκληρώσουν το Τσίρκο, που κυκλοφορεί τελικά το 1950 και του οποίου την εκτύπωση αναθέτουν στους αδελφούς Mourlot. Οι δυο άνδρες, ενθουσιασμένοι από αυτή την πρώτη εμπειρία, θα συνεχίσουν τη συνεργασία τους πάνω σε μια ιδέα σχετική με το θέμα της πόλης. Αλλά ο αιφνίδιος θάνατος του Léger, το 1955, θα αφήσει εκείνο το σχέδιο ανολοκλήρωτο.

Georges Braque (1882-1954) - ΘΕΟΓΟΝΙΑ

Το 1932 ο γκαλερίστας Ambroise Vollard θέλει να γιορτάσει με τον δικό του τρόπο τα πεντηκοστά γενέθλια του Georges Braque. Γνωστός για το πάθος του για τα βιβλία καλλιτεχνών, του ζητά να διαλέξει κάποια ανθολογία και να την εικονογραφήσει. Εντελώς αυθόρμητα ο Braque προτείνει τη Θεογονία του Ησίοδου, έργο του 7ου αιώνα π.Χ., το οποίο περιγράφει τη δημιουργία του σύμπαντος και την καταγωγή των θεών. Με αυτή την πρόταση ικανοποιεί μια επιθυμία που τρέφει από παλιά: να ανακαλέσει στο έργο του την ελληνική μυθολογία και να αντλήσει από τον πλούτο της, δείχνοντας έτσι την ανάγκη του για καθαρότητα στις μορφές και οικουμενικότητα στα θέματα που επεξεργάζεται. Από τα πολυάριθμα σχέδια που φτιάχνει μεταξύ 1932 και 1935, καταλήγει να επιλέξει δεκαέξι συνθέσεις. Αναθέτει την εκτύπωση των οξυγραφιών στον Έλληνα ζωγράφο Δημήτριο Γαλάνη, ο οποίος έχει αποκτήσει το πιεστήριο που ανήκε παλαιότερα στον Edgar Degas. Αλλά λίγους μήνες αργότερα, ο Ambroise Vollard πεθαίνει και η πραγματοποίηση του σχεδίου του διακόπτεται. Θα συνεχιστεί μόνο μετά το τέλος του πολέμου, χάρη στην επιμονή του Aimé Maeght, του νέου γκαλερίστα του Braque. Με την παρότρυνση του Christian Zervos, ο οποίος επίσης υποστηρίζει το σχέδιο, ο καλλιτέχνης συμπληρώνει τις δεκαέξι οξυγραφίες με κάλυμμα, συσκευασία και προμετωπίδα. Η εικονογραφημένη από τον Braque Θεογονία εκδίδεται τελικά σε εκατόν πενήντα αντίτυπα από τον Maeght το 1955, δηλαδή είκοσι χρόνια μετά την αρχική ιδέα του Vollard. Μέσα από αυτές τις συνθέσεις, ακολουθούμε ακούραστα μια συνεχή γραμμή, περίπλοκη και ωστόσο ρέουσα, που ο ζωγράφος δείχνει να έχει σχεδιάσει αυθόρμητα. Τα γεμάτη χάρη και φωτεινότητα αραβουργήματα παίρνουν διαδοχικά τις μορφές του ίδιου του Ησίοδου, της Γαίας, της Ήρας, της Αρτέμιδος, της Νίκης, του Ηρακλή και του λιγότερο γνωστού Ζήλου. Συχνά πλαισιωμένα από σχολαστικά δουλεμένα κάδρα, εντυπωσιάζουν τον θεατή με τη φαινομενική τους απλότητα, που αν την παρατηρήσουμε προσεκτικότερα θα δούμε ότι κρύβει το ουσιαστικό μέλημα του καλλιτέχνη για
τη μορφή, για την ισορροπία ανάμεσα σε καμπύλες και ευθείες, ανάμεσα στο γεμάτο και στο άδειο.

Georges Braque (1882-1954) - ΛΙΘΟΓΡΑΦΙΕΣ

Ο Georges Braque ανακαλύπτει τον κόσμο της χαρακτικής το 1907 και της λιθογραφίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Αλλά μόνο από τα τέλη του 1930 η τελευταία θα γίνει γι’ αυτόν πραγματικό πάθος. Πρώτα, αρχίζει μια συνεργασία με τον χαράκτη Maurice Berdon, η οποία θα αποδειχθεί πολύ γόνιμη. Ο ζωγράφος εμπλέκεται ο ίδιος στη διαδικασία της εκτύπωσης και της αρίθμησης, φτάνοντας στο σημείο να αλλάζει μελάνια στη διάρκεια του τυπώματος. Αυτό εξηγεί τους διαφορετικούς χρωματισμούς που παρατηρεί κανείς από το ένα δοκίμιο στο άλλο. Στη συνέχεια, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Braque συνεχίζει τις προσπάθειές του με την υποστήριξη του Adrien Maeght και των έμπειρων τυπογράφων Maurice και Fernand Mourlot.

Joan Miró (1893-1983) - ΣΥΝΘΕΣΗ, ΣΥΝΘΕΣΗ IIII, ΣΥΝΘΕΣΗ IIIIIII

Ο Joan Miró ανακαλύπτει την γκραβούρα το 1928, αλλά μόνο το 1947 θα αποκτήσει δεσπόζουσα θέση στη ζωή του, χάρη στη γνωριμία του με τους Aimé και Marguerite Maeght, καθώς και με τον γιο τους Adrien. Αυτή η οικογένεια εμπόρων τέχνης, που προέρχεται από τον νότο και έχει εγκατασταθεί πρόσφατα στην πρωτεύουσα, περιλαμβάνει στους κόλπους της εξαίρετους γνώστες στον τομέα του σχεδιασμού και της εκτύπωσης «βιβλίων καλλιτεχνών». Ο Aimé δεν αργεί να προσφέρει στον Miró τη δυνατότητα να περνάει κάθε χρόνο λίγες εβδομάδες στο Σαιν-Πωλ-ντε-Βανς, για να δουλεύει στο ατελιέ χαρακτικής του. Την ίδια πρόταση του κάνει και ο Adrien για το τυπογραφείο του στο Παρίσι. Μεταξύ πρωτεύουσας και νότου, για πάνω από τρεις δεκαετίες, ο Miró θα δημιουργήσει στους Maeght σχεδόν 1.800 πρωτότυπες λιθογραφίες και γκραβούρες. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που, λίγο πριν τον θάνατό του, θα αναγνωρίσει: «Για εμένα, η γκραβούρα είναι κορυφαίο μέσο έκφρασης. Υπήρξε ένα μέσο απελευθέρωσης, διεύρυνσης, ανακάλυψης». Τα Σύνθεση, Σύνθεση IIII και Σύνθεση IIIIIII που παρουσιάζονται εδώ είναι αντίτυπα εκτός εμπορίου. Σε αυτά ο Miró δηλώνει για μια ακόμη φορά την ιδιαιτερότητά του, καθιστώντας την επισήμανση «H.C.» (εκτός εμπορίου) –η οποία συνήθως «εκτοπίζεται» στις άκρες μιας σύνθεσης– ένα από τα στοιχεία-κλειδιά των χαρακτικών του. Τα γράμματα H και C, καθώς και οι τελείες που τα χωρίζουν, έχουν προστεθεί με μολύβι και έχουν ενσωματωθεί στο εντελώς προσωπικό, ρευστό και καθαρό γραφιστικό σύμπαν του καλλιτέχνη, κάνοντας έτσι αυτές τις γκραβούρες πρωτότυπα έργα, εντελώς ξεχωριστά από τα αδελφά τους δοκίμια, αν και απόλυτα ίδια σε όλα τα άλλα σημεία.

Balthus (1908-2001) - ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ

Ανάμεσα στο 1933 και το 1935, ο Balthus, σε ηλικία 25 ετών, επιλέγει να εικονογραφήσει τα Ανεμοδαρμένα ύψη της Emily Brontë. Σχεδιάζει με μολύβι περισσότερες από πενήντα σπουδές, με τις οποίες περιγράφει συγκεκριμένα αποσπάσματα του κειμένου. Η γοητεία που του ασκεί αυτό το μυθιστόρημα, το οποίο είχε ανακαλύψει στα 14 χρόνια του, τον ωθεί να παραλληλίσει την ιστορία της Cathy και του Heathcliff με τη δική του σχέση με τη μέλλουσα σύζυγό του Antoinette de Watteville, η οποία εκείνη την περίοδο ήταν αρραβωνιασμένη με άλλον άνδρα. Ορισμένες από τις συνθέσεις θα του εμπνεύσουν κορυφαίους πίνακες, όπως Η τουαλέτα της Cathy και Τα τέκνα Blanchard. Η επιτυχία, αλλά και το σκάνδαλο, της πρώτης ατομικής του έκθεσης στην γκαλερί Pierre το 1934 επιτρέπει στον Balthus να δει, ήδη από το 1935, οκτώ από αυτά τα έργα να δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Minotaure, κατόπιν προτροπής του Tériade και του εκδότη Albert Skira. Αλλά θα πρέπει να έρθει το 1989 και η πρόταση των εκδόσεων Séguier για να μπορέσει ο καλλιτέχνης να παρουσιάσει δώδεκα από εκείνα τα προσχέδια, μεταφερμένα σε λιθογραφίες, δίπλα σε αποσπάσματα του μυθιστορήματος της Brontë. Ο καλλιτέχνης θα γράψει σχετικά: «Θέλω να βάλω μέσα σ’ αυτά πολλά πράγματα, τρυφερότητα, παιδιάστικη λαχτάρα, όνειρα, αγάπη, θάνατο, σκληρότητα, έγκλημα, βία, κραυγές μίσους, ουρλιαχτά και δάκρυα».

Επιμέλεια έκθεσης: Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, Υπεύθυνη Συλλογής Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή
Διάρκεια: 5 Αυγούστου - 3 Δεκεμβρίου 2023

Ώρες λειτουργίας: Τετάρτη-Πέμπτη, Σάββατο-Δευτέρα 10.00- 18.00-21.00, Παρασκευή 10.00-20.00
Τρίτη κλειστά

Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή
Ερατοσθένους 13, Αθήνα 11635

Τ: 210 725 2895
visit@goulandris.gr | goulandris.gr

Υπεύθυνη Επικοινωνίας και Προβολής
Κατερίνα Βούσουρα

Τ: 210 725 2895 (εσωτ. 514)
E: kvoussoura@goulandris.gr | press@goulandris.gr

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ