Όλη η ιστορία της Βέφας Αλεξιάδου με τη δόξα, τις επιτυχίες αλλά και τα τραγικά χτυπήματα της μοίρας - Πως η Αλεξία κατάφερε να ξεφύγει από τη σκιά της διάσημης μητέρας της!

Στον πρώτο χρόνο της ιδιωτικής τηλεόρασης, το 1990, ο ANT1 εγκαινιάζει την ψυχαγωγική εκπομπή «Πρωινός Καφές» με σκηνοθέτη τον Νίκο Μαστοράκη, ο οποίος είχε και την επιμέλεια του προγράμματος του καναλιού. Η Νανά Παλαιτσάκη παρουσιάζει, η Λίτσα Πατέρα λέει τα ζώδια, κάποιος μάγειρας εκτελεί συνταγές, καλεσμένοι πηγαινοέρχονται και με κουβεντούλες, αστειάκια και χαριεντισμούς η εκπομπή ολοκληρώνεται μετά από 4 ώρες!

Στον πρώτο χρόνο της ιδιωτικής τηλεόρασης, το 1990, ο ANT1 εγκαινιάζει την ψυχαγωγική εκπομπή «Πρωινός Καφές» με σκηνοθέτη τον Νίκο Μαστοράκη, ο οποίος είχε και την επιμέλεια του προγράμματος του καναλιού. Η Νανά Παλαιτσάκη παρουσιάζει, η Λίτσα Πατέρα λέει τα ζώδια, κάποιος μάγειρας εκτελεί συνταγές, καλεσμένοι πηγαινοέρχονται και με κουβεντούλες, αστειάκια και χαριεντισμούς η εκπομπή ολοκληρώνεται μετά από 4 ώρες!

Tων Τζένη Αγιανδρίτη - Έλλη Καρνέζη - Πρώτο Θέμα

Στη διάρκεια της χρονιάς, στην παρουσίαση της εκπομπής θα βρεθεί η ηθοποιός Λουκία Παπαδάκη, έχοντας πάντα στο πλευρό της τη Λίτσα Πατέρα, ενώ στο ballroom του ξενοδοχείου «Intercontinental» όπου γίνονται τα γυρίσματα, μια μεσήλικη ξανθιά κυρία, καλοβαλμένη, περιποιημένη, με τα μαλλιά της κοκαλωμένα από τη λακ του κομμωτηρίου, βουτάει τα χέρια της με τα δαχτυλίδια σε λεκάνες ανακατεύοντας αλεύρια και ζάχαρη, μιλώντας για ελληνικές παραδοσιακές συνταγές και χρησιμοποιώντας υποκοριστικά για τα υλικά της σαν να είναι τα εγγόνια της. Είναι η παρθενική εμφάνιση της Βέφας Αλεξιάδου στις τηλεοπτικές οθόνες, μιας κυρίας με λουκ Ελληνίδας νοικοκυράς παλαιάς κοπής που χειρίζεται την κουζίνα με μαεστρία και απευθύνεται στο γυναικείο κοινό λέγοντας «φίλες μου», με βλέμμα αετίσιο που δίνει το γενικό πρόσταγμα στο στρατηγείο της, την κουζίνα.



Απειρη ακόμα στους τηλεοπτικούς κανόνες, σε μια εποχή άλλωστε όπου τα στελέχη, οι παρουσιαστές και το κοινό εκπαιδεύονται παρέα, η κυρία Βέφα καταφέρνει να κάνει αίσθηση. Εχει αμεσότητα, μιλάει απλά και καλά ελληνικά, παρουσιάζει τα πιάτα της δελεαστικά και φροντισμένα, από εκείνες τις μαστόρισσες Ελληνίδες νοικοκυρές που στρώνουν τραπέζι για δέκα στο άψε σβήσε, με λαχταριστά μεζεδάκια, γεμιστές γαλοπούλες και πουτίγκες - και με την κουζίνα της σε πλήρη τάξη αντί του βομβαρδισμένου τοπίου που σε ανάλογες περιπτώσεις θυμίζει εκείνη της σύγχρονης οικοδέσποινας.

Οι θεατές παρακολουθούν τις συγχρονισμένες σταθερές κινήσεις της Θεσσαλονικιάς κοκέτας κυρίας που χειρίζεται κουτάλες, μαρμίτες και μίξερ χωρίς ούτε μία τρίχα να κουνιέται από την κόμη της, με τη γαλάζια χαρακτηριστική σκιά να στεφανώνει τα βλέφαρά της, με το κοκκινάδι στα χείλη και στο μάγουλο και με τα κοσμήματα σε λαιμό και χέρια να ολοκληρώνουν την παστρική εικόνα μιας γυναίκας που μεγάλωσε δύσκολα, αλλά που ποτέ δεν ξέχασε τη γυναικεία της υπόσταση, ακολουθώντας τη σοφία της λαϊκής μας παράδοσης «καλή νοικοκυρά, με λούσα και χαρά». Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να φανταστεί ότι δευτερόλεπτα προτού βγει στον τηλεοπτικό αέρα η κυρία Βέφα κουβαλούσε μόνη της τις κατσαρόλες και τα κουζινικά εργαλεία της, μόνη της αγόραζε τα υλικά της, μόνη της πάσχιζε να φτάσει στο στούντιο των γυρισμάτων κατευθείαν από το αεροδρόμιο - ή σχεδόν μόνη της, αφού πάντα συμπαραστάτης και πολύτιμος βοηθός της ήταν ο αγαπημένος της σύζυγος και καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, Κώστας Αλεξιάδης.

Η κυρία Βέφα αρέσει στο κοινό, αρέσει και στα στελέχη του ANT1 και η συμμετοχή της και την επόμενη χρονιά στον «Πρωινό Καφέ» θεωρείται δεδομένη. Αυτή τη φορά η απόπειρά της να χριστεί τηλεοπτική σεφ στέφθηκε με επιτυχία.

Μια ζωή πολύ σκληρή δουλειά
Η εικόνα της πετυχημένης τηλεσέφ, της αγαπημένης των νοικοκυρών, των εύπορων -και μη- προαστίων, που πολλοί τη φαντάζονται να οργανώνει απογεύματα τσαγιού με τις φίλες της κουτσομπολεύοντας και τρώγοντας κουλουράκια από τα χεράκια της, είναι σαν τη χαρούμενη εορταστική βιτρίνα ενός σύγχρονου καταστήματος που στο υπόγειό του φυλάει ακόμα τα σκονισμένα αναμνηστικά ενός διόλου λαμπερού παρελθόντος, που περιλάμβανε κατοχική πείνα, απογοητεύσεις και σκληρή δουλειά - πολλή δουλειά, ατελείωτη, ασταμάτητη δουλειά ακόμα και σήμερα όπου η Βέφα Αλεξιάδου φέρνει στις πλάτες της το βάρος των 81 χρόνων μιας ζωής γεμάτης από ανατροπές και χαρές, σαν αμερικανική σαπουνόπερα. «Τα παιδικά μου χρόνια ήταν μαύρα. Μεγάλωσα μέσα στην Κατοχή. Η μητέρα μου έπλεκε για τους φαντάρους κάλτσες και φανέλες για να μας μεγαλώσει. Εγώ τα πήγαινα στον έμπορο και έφερνα τα καινούρια σεντόνια για κέντημα. Ημασταν τυχεροί γιατί άλλοι δεν είχαν να φάνε τίποτα. Η μητέρα μου είχε πουλήσει τα χρυσαφικά της για να πάρει ένα κιλό σιτάρι, να το αλέσει και να το κάνει πλιγούρι ώστε να τρώμε αραιά και πού μια σούπα για να σταθούμε στα πόδια μας», έχει πει η ίδια ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεών της.



Η εντυπωσιακή βίλα της Βέφας στη Χαλκιδική 

Τα παιδικά χρόνια και οι σπουδές
Η οικογένειά της κρατάει ρίζες από το Πήλιο και τον Βόλο όπου και γεννήθηκε η Γενοβέφα Βούλγαρη -όπως είναι το πατρικό της-,  ενώ ορθοπόδησε χάρη στην οικοτεχνία που ίδρυσε η μητέρα της στη Θεσσαλονίκη. Εκεί μετακόμισε με τις δύο κόρες της το 1949, αφού ο πατέρας της Βέφας, επιπλοποιός και τεχνίτης μουσικών οργάνων, πέθανε ξαφνικά από καρδιά σε ηλικία μόλις 40 χρόνων.

Η μητέρα της ήταν σκληρό καρύδι και ικανή γυναίκα. Το ίδιο σκληρά καρύδια ήταν και οι κόρες της, με τρανή απόδειξη τη Βέφα που χρηματοδοτεί τις σπουδές της χάρη στο ταλέντο της στη ραπτική. Σπουδάζει χημικός-διαιτολόγος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εκεί γνωρίζει και παντρεύεται τον καθηγητή Χημείας Κώστα Αλεξιάδη, με τον οποίο αποκτούν τις κόρες τους Αντζελα και δέκα χρόνια αργότερα την άτυχη Αλεξία. Η Βέφα Αλεξιάδου συνεχίζει τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Αμερικής με αντικείμενο την υγιεινή τροφών, τη διακόσμηση του τραπεζιού και τη σύγχρονη μαγειρική τέχνη, σπουδές ασυνήθιστες για μια γυναίκα της εποχής της. Για 13 χρόνια δουλεύει σε μια εταιρεία στη Θεσσαλονίκη όπου έφτιαχνε τα ζελέ «Ασπα», αλλά τα λεφτά δεν της φτάνουν με τα δύο παιδιά.

Αναλαμβάνει επιστημονικός συνεργάτης σε μια αντιπροσωπία επιστημονικών οργάνων του ομίλου Κράλλη παίρνοντας παραγγελίες από το πανεπιστήμιο για ακριβά όργανα που εισάγονται από το εξωτερικό και βγάζει καλές προμήθειες. Τα οικονομικά της αρχίζουν να ορθοποδούν, αλλά η μαγειρική είναι πάντα παρούσα στη ζωή της. Οπου σταθεί κι όπου βρεθεί μαγειρεύει για την οικογένεια και τις φίλες της και συνέχεια κάνει τραπεζώματα. Στα παιδικά πάρτι που την καλούν καταφτάνει πάντα με καλούδια φτιαγμένα από τα χέρια της και στο σπίτι τα τραπέζια που οργανώνει είναι υπερπαραγωγή - «έργα τέχνης», όπως η ίδια με τη γνωστή της αυταρέσκεια αναφέρει ότι της έλεγαν οι Θεσσαλονικιές φίλες της. Της τηλεφωνούσαν συνέχεια να τους δώσει συμβουλές: «Πώς το έκανες εκείνο», «πού το βρήκες το άλλο», «τι έβαλες στο γλυκό» κ.τ.λ. και κάπως έτσι αρχίζουν να της βάζουν ιδέες να επιχειρήσει να βγάλει τα δικά της βιβλία μαγειρικής, σε μια εποχή όπου αυτοκράτορες του είδους ήταν η Χρύσα Παραδείση και ο Νίκος Τσελεμεντές.


Ο κόσμος τη χαιρετά και της χαμογελά, οι γυναίκες τής ζητούν συμβουλές. Η Βέφα είναι η προσωποποίηση της Αγίας Οικογένειας, της χρηστής μαμάς, της μαστόρισσας μαγείρισσας


 Στους δύο, όμως, τρίτος δεν χωρά και στις πρώτες κρούσεις που κάνει στους εκδοτικούς οίκους τρώει πόρτα. Σε ένα από τα ταξίδια της στην Αμερική θα κάνει μια τυχαία αλλά πολύ καθοριστική γνωριμία. Στο πολυκατάστημα «Macy’s» θα πιάσει γυναικεία κουβέντα με μια Ελληνίδα που ασχολείται με την εισαγωγή ψεύτικων βλεφαρίδων από την Αμερική στην Ελλάδα. Οπως η ίδια έχει περιγράψει σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Ough», αποχαιρετιούνται και χάνουν την επαφή για έναν χρόνο. Μέχρι που το τηλέφωνό της χτυπάει και στην άλλη γραμμή βρίσκεται ο εκδότης του περιοδικού «Υγεία και Ομορφιά», που θα κυκλοφορούσε τότε δωρεάν στα κομμωτήρια και στα ινστιτούτα και για τον οποίο η Βέφα τότε έγραφε άρθρα διατροφής αλλά αμισθί. Σε αυτή την τηλεφωνική επικοινωνία τους ο εκδότης της είπε ότι στην άλλη γραμμή είχε την «κυρία με τις βλεφαρίδες», που τύγχανε να είναι φίλη του και του μίλησε με θέρμη για τη συνεργάτιδά του.

Την ημερομηνία της 1ης Νοεμβρίου του 1980 δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Το βιβλίο με τίτλο «Πρόσκληση σε γεύμα» εκδίδεται με δικά της χρήματα και ξεπουλάει και τα 5.000 αντίτυπα. Η Βέφα χρίζει άτυπα όλες τις φίλες της dealers του βιβλίου. Τους δίνει δώρο ένα βιβλίο με αντάλλαγμα να πουλήσουν άλλα βιβλία της στον δικό τους φιλικό κύκλο. Η ίδια μαζί με τον άντρα της γεμίζουν ένα καρότσι με βιβλία και βγαίνουν σεργιάνι στη Θεσσαλονίκη. Το Vefa’s success story αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Μέχρι το 1990 θα εκδώσει άλλα έξι επιτυχημένα βιβλία, ενώ θα μείνει οικογενειακά και έναν χρόνο στην Αμερική για να συνεχίσει τις σπουδές της στη Διαιτητική, όπου ευκαιριακά θα παρουσιάζει συνταγές στην ελληνική τηλεόραση της Ομογένειας και στο ραδιόφωνο. Κάπως έτσι της κόλλησε το μικρόβιο της τηλεόρασης, από το οποίο δεν θα θεραπευτεί ποτέ. Την ευκαιρία τελικά θα της τη δώσει στην Ελλάδα η αρχισυντάκτρια του πρώτου «Πρωινού Καφέ» Μαργαρίτα Σακελλαρίου -πρώην σύζυγος του Νίκου Μαστοράκη- και η Βέφα θα πάρει το βάπτισμα του πυρός στην τηλεοπτική κατσαρόλα.

Η Ρούλα, η Ελένη και η κόντρα για την πρωτοκαθεδρία
Στο πλευρό της Ρούλας Κορομηλά, στον δεύτερο χρόνο του «Πρωινού Καφέ», η Βέφα θα μάθει πολλά. Η Ρούλα είναι η μετεγγραφή του ANT1 από την κρατική τηλεόραση και σιγά-σιγά χτίζεται η παντοδύναμη μέχρι σήμερα πρωινή ζώνη του καναλιού. Η Βέφα, άψητη ακόμα στα τηλεοπτικά δρώμενα, μαθαίνει να στήνεται, να ακολουθεί την κάμερα, να μένει πιστή στην αυστηρότητα των τηλεοπτικών χρόνων και εκπαιδεύεται. Αποκτά σχέση οικειότητας με τις ανά γειτονιές νοικοκυρές και μαγειρεύει μόνο ελληνικά. «Το κολυκυθάκι, η μελιτζανούλα, το ανηθάκι, το λεμονάτο κοτοπουλάκι μας, φίλοι και φίλες μου» πάνε κι έρχονται και καθιερώνει το δικό της μοναδικό στυλ, το «αλά Βέφα», αυτό που σάρωσε την επικράτεια.

Η στήλη της έχει τηλεθέαση και όσο εκτοξεύεται η εκπομπή άλλο τόσο εκτοξεύεται και η ρουμπρίκα της. Από την εκπομπή δεν παίρνει δραχμή. Αντ’ αυτού εισπράττει προβολή και έμμεση διαφήμιση, διαλαλώντας με την πρώτη ευκαιρία τα βιβλία που συνεχίζει να εκδίδει και πουλάνε σαν φρέσκο ψωμί. Από τη στιγμή που τα νούμερα της εκπομπής της χτυπάνε τηλεθεάσεις, αρχίζει να εγείρει αξιώσεις. Να απαιτεί μεγαλύτερο τηλεοπτικό χρόνο, να θέλει να είναι μόνη της στην κουζίνα χωρίς την παρουσία της Ρούλας ή κάποιου άλλου καλεσμένου της εκπομπής. Η Ρούλα της κόβει τον αέρα.



Τα χρυσά χρόνια του «Πρωινού Καφέ»στον ΑΝΤ1 με την Ελένη Μενεγάκη και τη Λίτσα Πατέρα 


Τα τρία χρόνια που δούλεψαν η Βέφα έπρεπε να τηρεί ευλαβικά τον τηλεοπτικό χρόνο της στήλης της και να αποχωρεί από το πλατό με τα ταψιά και τις κατσαρόλες της - που πάντα κουβαλάει η ίδια με μόνιμο συμπαραστάτη τον άνδρα της, τον άνθρωπο που βρίσκεται συνεχώς στη σκιά της, στο πόδι της, στην καρδιά της. Η οικογένεια έχει μετακομίσει στην Αθήνα, αλλά κάθε Παρασκευή με το τέλος της εκπομπής η Βέφα παίρνει το πρώτο αεροπλάνο και βρίσκεται στο σπίτι της στη Χαλκιδική, στο καταφύγιό της. Είναι ήδη αναγνωρίσιμη, ο κόσμος τη χαιρετά και της χαμογελά, οι γυναίκες τής ζητούν συμβουλές και συνταγές. Η Βέφα είναι η προσωποποίηση της Αγίας Οικογένειας, της χρηστής μαμάς, της καπάτσας νοικοκυράς, της μαστόρισσας μαγείρισσας. Οταν η Ρούλα θα σπάσει το συμβόλαιό της με τον ANT1 για το MEGA, θα συνυπάρξει για έναν χρόνο στην εκπομπή με την Πόπη Χατζηδημητρίου, αλλά οι σχέσεις τους θα είναι τυπικές και επαγγελματικές.

Δεν θα είναι όμως το ίδιο και με την Ελένη Μενεγάκη, το νέο τότε πουλέν του καναλιού, που κυριολεκτικά εν μια νυκτί ένα μαγικό χέρι τη σπρώχνει στο πλατό του «Πρωινού Καφέ». Η Ελένη είναι άψητη, ένα... τηλεοπτικό ψάρι ακόμα, που δεν ξέρει πού να σταθεί και πού να κοιτάξει και ακούει ευλαβικά ό,τι της λένε οι παλιές καραβάνες. Και φυσικά η Βέφα, που αρπάζει την ευκαιρία για να επιβληθεί ευθύς εξαρχής. Ο,τι δεν κατάφερε με τη Ρούλα που είχε το πάνω χέρι, το καταφέρνει ενίοτε με την Ελένη.

Το 1996 είναι η χρονιά που θα ανοίξει το πρώτο κατάστημα «Vefa’s House», με όλα τα είδη μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, μια ιδέα που της γεννήθηκε σε ένα από τα ταξίδια της στην Αμερική, απ’ όπου επέστρεφε με βαλίτσες ολόκληρες με σκεύη, περίεργες φόρμες, κουπάκια για να κόψεις αστεράκια και καρδούλες, γλάσα χρωματιστά για στολισμούς κι ένα σωρό μικροαντικείμενα που έβρισκε στις αγορές παρέα με τον άνδρα της, που αν και βαριόταν θανάσιμα, της έκανε το χατίρι. Η εκπομπή είναι μια τέλεια ευκαιρία εφόσον δεν πληρώνεται και αφού σαρώνει στα νούμερα, προβάλλει πια όχι μόνο τα βιβλία της αλλά και το νεότευκτο μαγαζί της.

Η Βέφα είναι ήδη ντίβα και έχει αξιώσεις. Εν ολίγοις, θέλει την πρωτοκαθεδρία και κανείς να μη στέκεται δίπλα της λέγοντας το μακρύ του και το κοντό του ή κάνοντας αφελείς ερωτήσεις - καλή ώρα όπως η Ελένη, που τότε δεν ξέρει ακόμα ούτε να τρώει, πόσο μάλλον να μαγειρεύει. Η Ελένη τής έκανε συνήθως τα χατίρια κυρίως στις αρχές, όπου η φράση της Βέφας «εγώ φέρνω τα νούμερα» αντιλαλούσε στο πλατό με μια δόση απειλής. Μέχρι που η Ελένη αρχίζει να αποκτά εμπειρία, έχει πια σταθεί στα πόδια της και η εκπομπή από τον δεύτερο χρόνο της ως παρουσιάστρια αρχίζει να ανεβαίνει θεαματικά. Αντίστοιχα καλά πηγαίνει όμως και η στήλη της Βέφας και έτσι κάποιες φορές οι δυο τους κοντράρονται. Η Βέφα θέλει κι άλλο χρόνο και να μην καπηλεύεται κανείς την επιτυχία της, αλλά και η Μενεγάκη είναι η κεντρική παρουσιάστρια που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Ηδη όμως έχουν αναπτύξει και εξωστουντιακές σχέσεις. Η Βέφα άλλωστε είναι μια φιλόξενη οικοδέσποινα, ένας άνθρωπος με ανοιχτό το σπίτι του σε φίλους αλλά και συνεργάτες.


Το 1996 είναι η χρονιά που θα ανοίξει το πρώτο κατάστημα «Vefa’s House». Η εκπομπή είναι μια τέλεια ευκαιρία, εφόσον δεν πληρώνεται, να προβάλλει όχι μόνο τα βιβλία της αλλά και το νεότευκτο μαγαζί της

Για κάποιους είναι επίσης μια μεθοδική δημοσιοσχεσίτισσα, που ξέρει ότι οι επαφές γίνονται στη δουλειά αλλά χτίζονται στα σπίτια. Και να τα τραπεζώματα στη Χαλκιδική, να τα δώρα με τα καλούδια και τα ταψιά με τα ψητά. Η Ελένη τότε βρίσκεται σε σχέση με τον Γιάννη Λάτσιο και ένα Πάσχα θα βρεθούν μαζί στο χολιγουντιανό σπίτι της Βέφας στη Χαλκιδική. Η συνύπαρξή τους κράτησε 10 χρόνια. Με τα πάνω και τα κάτω της. Με τις καλές και τις κακές μέρες τους, όπως τότε που η Μενεγάκη μετά από κάποια ακόμα απαίτηση της Βέφας αναφώνησε στο πλατό απηυδησμένη: «Λυπήσου με, Βέφα, είμαι έγκυος η γυναίκα!». Το τελευταίο διάστημα των χρόνων της Βέφας στον «Πρωινό Καφέ» το κλίμα στο πλατό του στούντιο «Φάρος, όπου γίνονταν τα γυρίσματα, ήταν εκρηκτικό.

Η κόντρα της με την παραγωγή όλο και εντείνεται. Η Βέφα είναι σταρ τηλεσέφ και ζητάει πότε πληρωμένα ταξί, πότε χρόνο, πότε το ένα, πότε το άλλο. Ο σταθμός δεν της ικανοποιεί τα αιτήματα και η Βέφα θα πάει στο MEGA, ενώ η Μενεγάκη στον ALPHA. Εκτοτε οι δρόμοι τους δεν θα ξανασυναντηθούν ούτε εντός ούτε εκτός πλατό. Στο MEGA η Βέφα θα έχει ό,τι θελήσει -«ήταν ξεκούραστα τότε τα χρόνια μου εκεί», έχει πει- και επιτέλους θα πληρώνεται. Στο εξής θα έχει και τη δική της εκπομπή, όχι πια ως ρουμπρίκα αλλά αυτόνομη. Το ίδιο και στο ALTER αργότερα, ενώ ήδη τα «Vefa’s House» έχουν εξαπλωθεί ανά την επικράτεια και έχουν φτάσει τα 20 στον αριθμό. Τα βιβλία της εκδίδονται στο εξωτερικό, μεταφράζονται σε διάφορες γλώσσες, η ίδια αποκτά διακρίσεις και διεθνείς βραβεύσεις και φοράει το στέμμα της βασίλισσας της κατσαρόλας. Μέχρι την αποκαθήλωση.

Το μοίρασμα της αυτοκρατορίας και η κατάρρευση
Το 1995 η δεύτερη κόρη της, η Αλεξία, θα παντρευτεί τον Βαγγέλη Κιτσάκη, ο οποίος μέχρι πρότινος δούλευε στο τμήμα μάρκετινγκ εταιρείας-κολοσσού στην Ελλάδα. Ο γάμος τους γίνεται στο εξοχικό της Χαλκιδικής και η Βέφα συγκινημένη βλέπει τη μικρή της κόρη -και εκείνη που θα παραλάβει τη σκυτάλη στα μαγειρικά της πρότζεκτ- να ζει την προσωπική της ευτυχία. Η μεγαλύτερη κόρη της, η Αντζελα, παντρεμένη ήδη με τον μουσικό Γιάννη Ντόντορο, έχει αναλάβει τα «Vefa’s House» και η Αλεξία με τον Κιτσάκη, που πια έχει παραιτηθεί από τη θέση του ως διαφημιστής, την έκδοση βιβλίων μαγειρικής και του περιοδικού «Real Food».

Η Βέφα έχει φροντίσει να αγοράσει στις κόρες της σπίτια στα βόρεια προάστια και έχει ήδη προλειάνει το επαγγελματικό τους μέλλον. Ως τελειομανής εκτός από εργασιομανής, έχει φροντίσει για τα πάντα. Η Αλεξία ήδη από το ’95 κάνει συχνά πυκνά εμφανίσεις στο πλατό μαζί της, μαγειρεύοντας στο πλευρό της για να πάρει το τηλεοπτικό βάπτισμα, με σκοπό να συνεχίσει το έργο της μαμάς. Η Αλεξία έχει κάνει σημαντικές σπουδές στα οικονομικά, έχει δημιουργικό μυαλό, ιδέες, αλλά το όνομά της είναι απολύτως ταυτισμένο με την εικόνα της μητέρας της.
Στα γραφεία του περιοδικού στη Λυκόβρυση οι συνεργάτες της ζουν σε ένα άψογο εργασιακό κλίμα και όλοι έχουν να λένε για την καλοσύνη της, το πλατύ χαμόγελό της, τις άοκνες προσπάθειές της να δημιουργήσει ένα άρτιο αισθητικά αποτέλεσμα.



Απαρηγόρητος ο σύζυγος της Αλεξίας, Βαγγέλης Κιτσάκης, στην κηδεία της αγαπημένης του  συζύγου 

Κανονίζει φωτογραφήσεις που απαιτούν μεγάλη παραγωγή, επιμελείται το στάιλινγκ, ψάχνει νέες ιδέες και προτάσεις. Η σκιά όμως του ονόματος της μητέρας της είναι βαριά και όλοι την ταυτίζουν με την εικόνα της κλασικής καλοβαλμένης νοικοκυράς που όλη η ζωή της περιστρέφεται γύρω από τσουκάλια και τσαγιέρες με φίλες. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Ή, τουλάχιστον, η Αλεξία δεν θα ήθελε να είναι έτσι. Εχει ωστόσο κληρονομήσει ένα brand και βάσει αυτού του κόνσεπτ κινούνται οι επιχειρήσεις, τόσο οι εκδοτικές όσο και αυτές στη λιανική για την αδελφή της Αντζελα.

Η Βέφα φροντίζει ακόμα και για την εκπαίδευση των εγγονιών της, αφού πολλοί τη θυμούνται να φέρνει στο στούντιο τη μικρή Χαρούλα, που σκαρφαλωμένη σε σκαμνί ανακατεύει τα υλικά δίπλα στη σταρ γιαγιά της. Η Βέφα εκπαίδευσε ήδη τη μία γενιά, το ίδιο πρέπει να κάνει και με την επόμενη. Μόνο που οι καιροί αλλάζουν και μαζί με αυτή τα πρότυπα και οι τάσεις μαγειρικής. Η Βέφα δεν έχει πια τηλεοπτικές προτάσεις από τα μεγάλα κανάλια και κατά προέκταση ούτε και η κόρη της. Την ίδια στιγμή τα «Vefa’s House» κλείνουν τα ένα μετά το άλλο και ειδικά από το 2012 και μετά η κατάσταση όλο και χειροτερεύει. Σήμερα δεν υπάρχει πια κανένα και η Αντζελα με τον άντρα της αναγκάζονται να ανοίξουν το «Αλά Βέφα», ένα delivery κατάστημα με σπιτικό φαγητό στη λεωφόρο Πεντέλης.

Η Αλεξία εξακολουθεί να εκδίδει βιβλία μαγειρικής, αλλά το περιοδικό της δεν διανύει ανθηρές εποχές. Τα χτυπήματα είναι πολλά και κάποιες στιγμές η Βέφα εκρήγνυται δημοσίως. Μιλάει με πικρία για τη Μενεγάκη, επιτίθεται στις νέες μόδες που θέλουν άλλα πρότυπα μαγειρικής και σεφ, τα βάζει με τις νέες γκουρμέ κουζίνες και το σούσι και περνάει από γενεές δεκατέσσερις από τον Ακη Πετρετζίκη μέχρι τον Εκτορα Μποτρίνι και την Αργυρώ Μπαρμπαρίγου. Αδυνατεί να καταλάβει ότι τα brands έρχονται και παρέρχονται, ότι οι μόδες αλλάζουν, ότι το δικό της brand δεν πουλάει πια. Εχει μείνει όμως στην Ιστορία. Η Βέφα τα τελευταία χρόνια έχει απομονωθεί στο σπίτι της στη Χαλκιδική. Εχει χάσει εδώ και χρόνια -από το 2006- τον άνθρωπο-σκιά της, τον συνοδοιπόρο στη ζωή και στα επαγγελματικά της σχέδια, τον σύζυγό της Κώστα, που χτυπήθηκε από τον καρκίνο.



Η Αλεξία την ημέρατου γάμου της με την αδελφή της Αντζελα 

Μια απώλεια που τη βίωσε βουβά προσπαθώντας να συνεχίσει την καθημερινότητά της, έχοντας ως οδηγό τα τελευταία του λόγια: «Να μη φορέσεις ποτέ μαύρα. Να μη μοιράζεσαι τον πόνο σου με τον κόσμο, μόνο τις χαρές σου. Να μην αφήνεις κανένα να σε λυπάται. Να κρατήσεις το κεφάλι ψηλά. Να φροντίζεις τα παιδιά και τα εγγόνια μας». Και αυτό έκανε η Βέφα. Φρόντιζε για όλους και για όλα. Τα δυσάρεστα νέα της Αλεξίας τη βρήκαν στο σπίτι της, σε εκείνο όπου περίπου 20 χρόνια ζούσε με τον άνδρα της ζωής της. Σε εκείνο που η Αλεξία μαζί με τη μητέρα της καλλιεργούσαν  λαχανικά, σε εκείνο όπου έτρεξαν και οι δικές της κόρες. Η Βέφα τελικά φόρεσε μαύρα στον μεγάλο αποχαιρετισμό. Παρέμεινε όμως η Βέφα που όλοι ξέρουμε, αξιοπρεπής έστω και σοκαρισμένη, με το κεφάλι ψηλά όπως υποσχέθηκε στον άνδρα της - και όπως αρμόζει στην ιστορία της.


Αφησε την TV για να γίνει συγγραφέας
Η Αλεξία, η δευτερότοκη κόρη του Κωστή και της Βέφας Αλεξιάδου, που έφυγε αιφνίδια από τη ζωή από ανακοπή καρδιάς, κατά τραγική ειρωνεία την ημέρα της επετείου του εθνικού μας «Οχι», φοβόταν αυτή τη λέξη όπως ο διάολος το λιβάνι.

Σπανίως την άρθρωνε, κι όταν αυτό συνέβαινε ακολουθούσαν συνήθως τύψεις και ενοχές. Για την Αλεξία άλλωστε ήταν προτιμότερο να στεναχωρούμε τον εαυτό μας παρά τους άλλους, πόσο μάλλον όταν αυτοί οι άλλοι είναι η οικογένειά μας...

Η χαμένη μάχη
Η δευτερότοκη κόρη της οικογένειας Αλεξιάδου γεννιέται πριν από 41 χρόνια στη Θεσσαλονίκη και μεγαλώνει στην Αθήνα. Παθιασμένο με το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων, το κοριτσάκι με την τρελή αδυναμία στον μπαμπά ονειρεύεται πως μια μέρα κάτω από το όνομά του θα αναγράφεται η ιδιότητα «συγγραφέας». Η ζωή ωστόσο, αλλά και η μαμά Βέφα έχουν άλλα σχέδια για εκείνη. Η Αλεξία, σ’ εκείνα τα χρόνια της προεφηβείας, νιώθει μόνη, παράταιρη σε ένα σπίτι και μια οικογένεια που αισθάνεται να μην επιδεικνύει τη διάθεση να συμμεριστεί το όνειρό της για συγγραφική καριέρα.

Αλεξία Αλεξιάδου
Η επαγγελματική διαδρομή στη σκιά της μάνας, τα λογοτεχνικά όνειρα, η λάμψη του έρωτα, ο τηλεοπτικός Γολγοθάς και η εύθραυστη υγεία



Η Αλεξία κάνει θαλάσσιο σκι στη Χαλκιδική 

Είναι η εποχή όπου μια κρίση άσθματος μαρτυρά πόσο ευαίσθητες είναι οι ισορροπίες της και πόσο πολύ πρέπει να προσέχει την υγεία της. Η Αλεξία, ύστερα από διαφωνίες με τη μητέρα της, η οποία θέλει για την κόρη της το καλύτερο, όπως το αντιλαμβάνεται εκείνη, φεύγει τελικά για το εξωτερικό, όπου ακολουθεί σπουδές Οικονομικών στο City University του Λονδίνου. Εκεί, θα βιώσει τα καλύτερα ίσως χρόνια της ζωής της, κάτι που θα παραδεχτεί και η ίδια, χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή της: «Τα χρόνια που έζησα στο Λονδίνο ως φοιτήτρια ήταν τα καλύτερα της ζωής μου». Η επιστροφή στην Ελλάδα δεν είναι εύκολη, καθώς η Αλεξία καλείται να προσαρμοστεί στις επιθυμίες της μητέρας της, η οποία πιστεύει πως η κόρη της θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει τη δική της συνέχεια ως τηλεμαγείρισσα. Η Αλεξία, παρότι πιστεύει πως όταν καλείσαι να συνεχίσεις το έργο μιας «βασίλισσας» το πιθανότερο είναι να χριστείς από τους υπηκόους «αυλικός», αποφασίζει να κάνει το χατίρι της μητέρας της.

Αρχικά εμφανίζεται στην τηλεοπτική αρένα κρατώντας τον ρόλο της βοηθού στο πλευρό της διάσημης μαμάς της, ενώ στη συνέχεια την καλούν σε εκπομπές προκειμένου να παρουσιάσει μόνη της τις μαγειρικές της δεξιότητες. Ωστόσο, όσο νόστιμα κι αν είναι τα εδέσματά της, όσο κι αν προσπαθεί να παρεκκλίνει από τις παραδοσιακές συνταγές και τον κλασικό τρόπο παρουσίασης της μητέρας της, όσο κι αν επιμένει να αφήσει το δικό της στίγμα στην τηλεοπτική γαστριμαργία, ο πόλεμος είναι άνισος και η μάχη χαμένη. Η κόρη της Βέφας τα πάει καλά, αλλά βαθιά μέσα της γνωρίζει ότι θα τη συγκρίνουν πάντα με τη μητέρα της, κάτι που τη στεναχωρεί ιδιαίτερα και την πιέζει ψυχολογικά σε αφόρητο βαθμό.


«Η πιο δύσκολη συνεργασία είναι όταν ήδη υπάρχει μια δυνατή προσωπικότητα και ένας γονιός ο οποίος κατευθύνει ή κινεί τα νήματα», είχε δηλώσει η Αλεξία στην τελευταία της τηλεοπτική συνέντευξη


Ο εφιάλτης του άσθματος επιστρέφει δριμύτερος για να υπενθυμίσει τόσο σε εκείνη όσο και στους δικούς της ανθρώπους ότι τίποτα δεν αξίζει όσο η υγεία μας. «Η πιο δύσκολη συνεργασία για τον καθένα είναι όταν ήδη υπάρχει μια δυνατή προσωπικότητα κι ένας γονιός ο οποίος κατευθύνει ή κινεί τα νήματα», είχε δηλώσει σχεδόν πριν από έναν χρόνο στην τελευταία της τηλεοπτική συνέντευξη. Η επίπονη μάχη που δίνει η Αλεξία με σύμμαχο πάντα τη μητέρα της και με στόχο την επαγγελματική της καταξίωση στον χώρο της τηλεόρασης φαντάζει, ωστόσο, πιο εύκολη μέσα από τη συμπαράσταση του άντρα της ζωής της, Βαγγέλη Κιτσάκη, και την ύπαρξη των δύο παιδιών της, της Χαράς και της Βέφας. Η οικογενειακή ευτυχία που βιώνει αποτελεί για εκείνη το ισχυρότερο αντίδοτο απέναντι στον αγώνα για την επαγγελματική καταξίωση και στις κρίσεις άσθματος που η τελευταία ενδεχομένως γεννά. Κι αυτό, για την ώρα, της αρκεί...                   

Η εμμονή με τα κιλά και το άδικο τέλος
Η ημέρα όπου η Αλεξία αποφασίζει να κλείσει δυνατά πίσω της τις πόρτες των τηλεοπτικών πλατό σηματοδοτεί την αναγέννησή της. Για πρώτη φορά επιχειρεί τη δική της επανάσταση, η οποία, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με τις προσωπικές επαναστάσεις, στέφεται με μεγάλη επιτυχία. Η Αλεξία γράφει χωρίς να σηκώνει κεφάλι. Οχι μυθιστορήματα, όπως ονειρευόταν μικρή, αλλά συνταγές όπως διδάχτηκε μεγάλη, και είναι ευτυχισμένη. Η τριλογία «Ερωτικές συνταγές», «Γεύσεις γάμου» και «Μια γιορτή για τα παιδιά» γίνεται ανάρπαστη από τις προθήκες βιβλιοπωλείων, κατακτά διεθνή βραβεία και μετατρέπεται στη νέα μαγειρική βίβλο των νοικοκυρών.

Τα «Ονειρικά Χριστούγεννα» γίνονται best seller και επανεκδίδονται τέσσερις φορές. Ακολουθούν επιτυχημένες συνεργασίες με μεγάλους εκδοτικούς οίκους και η έκδοση του δικού της περιοδικού μαγειρικής με τον τίτλο «Realfood», που εκδίδεται κάθε μήνα. Ιδρύει μαζί με τον σύζυγό της τον εκδοτικό οίκο Alba Editions, ταξιδεύει συχνά στο εξωτερικό προκειμένου να παρακολουθεί σεμινάρια γαστρονομίας, ενώ παρουσιάζει σε ΗΠΑ, Αγγλία και Αυστραλία τις ξενόγλωσσες εκδόσεις των βιβλίων της.  Φαίνεται πλέον συμφιλιωμένη τόσο με τα «θέλω» της όσο και με τις σκληρές μάχες με τα κιλά που έδινε από καιρό σε καιρό, μία εκ των οποίων έχει περιγράψει η ίδια με τον πιο λακωνικό τρόπο: «Περιόρισα την ποσότητα σε όλα. Επέβαλα στον εαυτό μου να μετράει μπουκιές. Την πρώτη εβδομάδα όλα κόπηκαν στα τέσσερα. Χώριζα το σάντουιτς στο γραφείο (και την τυρόπιτα, ναι, την τυρόπιτα) σε τέσσερα μέρη και πετούσα τα τρία αμέσως, όχι περιμένοντας να δω πρώτα αν θα με χορτάσει το ένα. Γιατί η πικρή αλήθεια είναι πως δεν χόρταινα.



Πεινούσα... Ενα από τα αγαπημένα μου τρικ, όταν δεν αντέχω και θέλω να σταματήσω τη δίαιτα, είναι να επιβάλω στον εαυτό μου μονοφαγία. Δηλαδή, για μία εβδομάδα βράζω καρότα, πατάτες και κολοκυθάκια και τα απολαμβάνω με δύο κουταλιές λάδι. Ενα επίσης αγαπημένο μου τρικ, όταν βλέπω τη ζυγαριά να κολλάει, είναι να επαναλαμβάνω πάντα σε σταθερές ώρες το ίδιο πιάτο για όλη την εβδομάδα!». Το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου, γύρω στις 6 το απόγευμα, ο σύζυγός της τη μεταφέρει εσπευσμένα στο ΚΑΤ, το νοσοκομείο που βρίσκεται σχετικά κοντά στο σπίτι της οικογένειας. Η Αλεξία έχει υποστεί καρδιακό επεισόδιο. Οι γιατροί τη διασωληνώνουν αμέσως, καταφέρνοντας μάλιστα να πετύχουν την ανάνηψή της. Ο σφυγμός της επανέρχεται για μιάμιση περίπου ώρα, ωστόσο μια δεύτερη ανακοπή καρδιάς τής κόβει για πάντα το νήμα της ζωής. Αυτό που τα τελευταία χρόνια κατάφερε να υφάνει με τον δικό της τρόπο...


Το επώνυμο «Αλεξιάδου», για τα τελευταία 25 χρόνια περίπου, επί της ουσίας ήταν περιττό: η Αλεξιάδου την οποίαν φέρνουν στο μυαλό τους αυτομάτως εκατομμύρια Ελληνες σαν την αρχέτυπη τηλεσέφ, τη διάδοχο της Μαρίας Παραδείση, την πρώτη μεγάλη σταρ της κουζίνας κ.ο.κ. είναι η Βέφα. Και η Βέφα παραμένει κυρίαρχη στη σκηνή - τώρα πια όμως μπροστά σε ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό από αυτό της τηλεοπτικής μαγειρικής, καθώς το έργο της ζωής της άλλαξε απροσδόκητα και βίαια. Η Αλεξία Αλεξιάδου, η μικρότερη από τις δύο κόρες της, απεβίωσε την προηγούμενη Τρίτη από ανακοπή καρδιάς. Το ότι η Αλεξία ήταν μόλις 41 ετών, σύζυγος και μητέρα δύο κοριτσιών, είναι βέβαια το πιο επώδυνο και βαρύ μέρος της τραγωδίας που χτύπησε το άλλοτε κραταιό και χρυσοφόρο «Vefa’s House», τον οίκο, υπό κάθε έννοια, που είχε δημιουργήσει με τον προσωπικό της μόχθο η Βέφα. Προηγουμένως, η πάλαι ποτέ ντίβα της τηλεμαγειρικής είχε χάσει τον σύζυγό της, τον μοναδικό σύντροφο και πιστό υποστηρικτή της σε οτιδήποτε επιχειρούσε. Η απώλεια της Αλεξίας ήταν ένα συντριπτικό χτύπημα, μία ακόμη οδυνηρή υπενθύμιση ότι όσο και αν προσπάθησε, η Βέφα δεν κατάφερε να ορίσει τη μοίρα, τη δική της αλλά και των αγαπημένων της προσώπων. Δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη στιγμή που θα έστρεφε το κεφάλι της προς τα πίσω και θα αντίκριζε την Αλεξία να κραυγάζει βουβά, χωρίς ήχο, σαν σε εφιάλτη: «Μαμά, πεθαίνω στην κουζίνα».

Οπως συμβαίνει συνήθως με τα παιδιά των αυτοδημιούργητων και επιτυχημένων γονιών, η Αλεξία αγωνιζόταν να βρει τον εαυτό της, κυρίως επαγγελματικά, μακριά από τη σκιά της πασίγνωστης μητέρας της. Και είναι ακριβώς αυτό άλλο ένα κομμάτι της ίδιας τραγωδίας, το ότι δηλαδή η Αλεξία χάθηκε τη στιγμή που έδειχνε να μην έχει ανάγκη πια το μεγάλο της «μέσον». Η Βέφα, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, έμοιαζε να κατέχει το κλειδί που άνοιγε όλες τις πιθανές και απίθανες πόρτες, οπότε η μικρότερη από τις δύο κόρες της ακολουθούσε τα βήματά της και απλώς πάσχιζε να μην πνιγεί στα απόνερα της διασημότητας. Τελικά, όμως, ο αιφνίδιος θάνατος δεν επέτρεψε στην Αλεξία να απολαύσει τη ζωή έξω από τη σκιά της μητέρας της. Αντιθέτως, έριξε τον δικό της ίσκιο, τον ασήκωτο ίσκιο του πένθους, στη Βέφα Αλεξιάδου.

Tags

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ