Μποκόρος

Πρόκειται για έναν ζωγράφο που με κάθε του έργο επιθυμεί να πάει κόντρα στο μεγάλο αίτημα της νεωτερικότητας: της ανάγκης να περιμένουμε μονίμως κάτι καινούργιο, ακόμα και αν δεν έχουμε προλάβει καν να απολαύσουμε ή να εξετάσουμε πλήρως το παλιό ή αυτό που μόλις έχει κυκλοφορήσει στον κόσμο, τα κοινά, τα ακροατήρια.

Πρόκειται για έναν ζωγράφο που με κάθε του έργο επιθυμεί να πάει κόντρα στο μεγάλο αίτημα της νεωτερικότητας: της ανάγκης να περιμένουμε μονίμως κάτι καινούργιο, ακόμα και αν δεν έχουμε προλάβει καν να απολαύσουμε ή να εξετάσουμε πλήρως το παλιό ή αυτό που μόλις έχει κυκλοφορήσει στον κόσμο, τα κοινά, τα ακροατήρια. Άλλωστε είναι γεγονός ότι σκοπός του κάθε έργου, δεν είναι το να χαθεί, να αντικατασταθεί όσο πιο σύντομα γίνεται από κάτι καινούργιο αλλά το να μείνει και να έχει διάρκεια στο χρόνο. Μόνο με τον τρόπο αυτό, θα μας «δώσει» όλα όσα έχει να μας «δώσει».

΄Ετσι, λοιπόν κάθε δημιουργία του του Χρήστου Μποκόρου, μολονοτι έχει πολλά να μας πει, δεν ξεφεύγει πέρα από «τα στοιχειώδη» (όπως λέγεται και η Έκθεσή του φιλοξενείται από τις 12 Δεκεμβρίου 2013 στο Μουσείο Μπενάκη), πράγματα που όλοι πρέπει να σκεφτούμε, να επεξεργαστούμε και να αναθεωρήσουμε. Το eirinika.gr, συνάντησε ένα από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους, ο οποίος μας μίλησε για τη σπουδαιότητα που κρύβεται στα απλά και τα ουσιώδη. Συνέντευξη στον Χάρη Αποστολόπουλο.


Χρήστος Μποκόρος




Χάρης Αποστολόπουλος: Αναμφίβολα είστε ένας υπηρέτης της συντηρητικής ζωγραφικής, τι είναι αυτό που σας εξιτάρει σε αυτήν; Πώς και δεν ακολουθείτε μια πιο μοντέρνα, μια πιο προοδευτική κατεύθυνση;

Χρήστος Μποκόρος: Κάνω αυτό που μπορώ να κάνω καλύτερα. Τι σημαίνει συντηρητικό; Τί μοντέρνο; Πολύ σύγχυση για το τίποτα. Αυτά είναι θεσμικά και προβλέψιμα. Ακαδημαϊκές αντιλήψεις συγχρονισμένες με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την αποδόμηση ή με την ταρίχευση και την αναμφισβήτητη συνήθεια, αέναη νεωτερικότητα και ανούσια πρωτοτυπία από τη μια, ακινησία και βαρετή επανάληψη από την άλλη. Η ουσία του ανθρώπου δεν αλλάζει με την «πρόοδο». Αλλού είναι το ζητούμενο. Η τέχνη πάντα διαπραγματεύται την αθανασία εν ζωή, μνημειώνει ζωντανή τη μνήμη, την ιστορία, συγκρατεί και συντηρεί ολόφρεσκο το νόημα και την αξία της ομορφιάς, του ιδανικού, του αγαθού. Δεν έχει σχέση με τις εφήμερες αντιλήψεις αλλά με την επικαιρότητα της αιωνιότητας στην κάθε μας στιγμή.



ΧΑ: Η δύναμη των έργων σας, βρίσκεται όχι μόνο στην πειστικότητα της αναπαράστασης αλλά και στην... υπαινικτική αναφορά τους σε άλλες ουσίες. Πώς το καταφέρνετε αυτό;

ΧΜ: Δεν ξέρω. Οι άλλες ουσίες, το πνεύμα δηλαδή, είναι απρόοπτο. Όπου θέλει πνεί και πάντα διαφεύγει από κατατάξεις και αποκλεισμούς που επιβάλουν όσοι ματαιοπονούν να το εξουσιάσουν. Ας έχουμε τουλάχιστον τη δυνατότητα να το αναγνωρίζουμε κάθε φορά που αποκαλύπτεται. Αρκεί.

ΧΑ: Από την ελιά, τη ροδιά και το πρόσφορο γενικά, ποια ξεχωρίζετε και τι σας κάνει να ζωγραφίζετε με τόση αγάπη για την ελληνική γη και παράδοση;
 
ΧΜ: Μετά από τα έργα της μαθητείας στο πραγματικό, που εκτέθηκαν στην Ώρα του Μπαχαριάν το 1989, έμπλεξα με πειρασμούς του αόρατου. 1993 παρουσίασα στην γκαλερί Ζουμπουλάκη την παραβολή της ελιάς και 1997 τα πρόσφορα. Σαν αλληγορίες του πολιτισμού τα εξέθετα. Αυτό που με ενδιέφερε δεν ήταν η εικονογράφηση της παράδοσης –στην οποία θέσει και φύσει ανήκω- αλλά η ανάδειξη της πνευματικής ουσίας στην υλική μας ζωή. Η ελιά παραστέκει από την αρχαιότητα τον πολιτισμό του τόπου και τη διατροφή μας. Έγινε οικουμενικό σύμβολο ειρήνης και ευζωίας υλικής. Ο ύστατος καρπός της όμως δεν είναι οι βρώσιμες ελιές, ούτε κ’αν το πολύτιμο λάδι τους αλλά η άϋλη φλόγα που αποδίδει εντέλει στα λαδοκάντηλα. Μια φωτεινή ομολογία στο πουθενά του σκότους. Αυτό ένιωθα να παιγνιδίζει στη διάφανη σκιά της.



Με τα πρόσφορα θέλησα να επισημάνω την ιδιαίτερη φροντίδα που καταβάλουμε στη δημιουργία της καθημερινότητας, όταν προσδοκούμε να προσεγγίσουμε πνευματικές ουσίες. Διάλεξα το κοινότερο δημιούργημά μας, τον άρτο τον επιούσιο, που με θυσιαστική επιμέλεια προσφέρουμε ως θεία κοινωνία. Μια αλληγορία για την προσφορά υλικής τελειότητας στην αϋλη τελειότητα του κόσμου. Το αντίδωρο.



Όσο για τη ροδιά και τα ρόδια της, σκεφτόμουν τη σκοτεινή ευφορία της γης και της ζωής μας, την Περσεφόνη που ανθεί και καρπίζει πριν κατεβεί στο σκοτεινό της προορισμό. Είχα στο νού μου τον πατέρα μου, να μου μιλά για την τελειότητα της καλλιεργημένης φύσης που απέδιδε ο Όμηρος περιγράφοντας το περιβόλι του Αλκίνοου στη χώρα των Φαιάκων και τη μητέρα μου, που μού’λεγε πως έστιψε ρόδια κι ήταν ο πρώτος χυμός καρπών της γης που γεύτηκα μωρό.



ΧΑ: Τι πιστεύετε πως είναι αυτό που σας κάνει να ξεχωρίζετε από τους υπόλοιπους Έλληνες εικαστικούς;

ΧΜ: Τι σημαίνει εικαστικός; Δεν με ενδιαφέρει το είκασμα του κόσμου αλλά το νόημά του και η σχέση του με τους ανθρώπους γύρω μας. Η αναγωγή μας στο υψηλό και το κύριο. Ζωγραφίζω και καταλαβαίνω τη ζωγραφική σαν ένα φωτεινό παραπέτασμα μπροστά απ’ το χάος, μετέωρη πάντα στο σκοτάδι.



ΧΑ: Ποιος είναι αυτός που ξεχωρίζετε; Από το εξωτερικό;

ΧΜ: Πάρα πολλά και άσχετα μεταξύ τους ερεθίσματα με έχουν επηρεάσει. Είναι ακατανόητα σοφά μοιρασμένη παντού η ουσία. Λίγο εδώ, λίγο εκεί. Τίποτε από μόνο του δεν μπορεί να αντέξει το βάρος της ερμηνείας του κόσμου. Αρπάζω λοιπόν κι εγώ σαν κλέφτης ό,τι με συναρπάζει, απ όπου κι αν προέρχεται το νεύμα. Όλος ο κόσμος χωράει μέσα μας!



ΧΑ: Αν και κανείς γονιός δεν διαχωρίζει τα παιδιά του, θα ήθελα να μας πείτε αν υπάρχει κάποιο έργο σας στο οποίο να έχετε ιδιαίτερη αδυναμία.

ΧΜ: Όσα απ’αυτά που κάνω μπορούν να σταθούν ευπρεπώς και να σώζουν τον εαυτό τους ενώπιόν μας, σε ένα μόνο έργο αποσκοπούν. Να συγκρατήσουν την εικόνα της ζωής που μας δαπανά αδαπάνητη.  Αλλά αυτό είναι πάντα ατελές και αδύνατο. Ευτυχώς! Για να ξαναπροσπαθούμε καλύτερα και να βρίσκει έτσι η ζωή το νόημά της. Τα έργα μας είναι οι αμερόληπτοι και ασφαλείς μάρτυρες των δυνατοτήτων και των επιλογών μας.

ΧΑ: Η σύγχρονη ελληνική εικαστική δημιουργία είναι εφάμιλλη της ξένης; Μήπως μας... υποτιμάμε;

ΧΜ: Δεν έχει σύνορα η τέχνη αλλά και δίχως πόλη δεν δημιουργείται πολιτισμός. Χρειάζεται αυτογνωσία και συνείδηση του τόπου και της ιστορίας μας. Αν εμείς υποτιμάμε το πρόσωπό μας κανείς δεν θα μπεί στον κόπο να το κοιτάξει, πόσω μάλλον να σκύψει και να το αγκαλιάσει. Άραγε θέλουμε να είμαστε κάτι διακριτό ή μας αρκεί να είμαστε εφάμιλλοι των ευρωπαϊκών, των αναπτυγμένων, των μοντέρνων, των διεθνών ή δεν ξέρω κι εγώ ποιών; Ποιό είναι το κριτήριο του καλού που προκρίνουμε; Ευθύνη του καθενός μας είναι να το θέσει, να ‘δει τ η μορφή του και να απολαύσει τους όποιους καρπούς του.



ΧΑ: Πώς και αποφασίσατε να αφησετε τη Νομική ( Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης) για τη Ζωγραφική; Πότε είπατε το οριστικό «ναι, θέλω να γίνω ζωγράφος»;

ΧΜ: Υπήρξε σπουδαία η μαθητεία στη Νομική. Ήθελα να μάθω πώς μπορούν οι νόμοι να οργανώνουν και να βελτιώνουν μια κοινωνία. Δεν είχα ακόμη καταλάβει την απαράμιλλη δύναμη του παραδείγματος. Με παρέσυραν νεοφώτιστον οι κοινωνικοί αγώνες της εποχής κι άργησα να συνειδητοποιήσω ότι μόνο τον εαυτό μας μπορούμε ν’ αλλάξουμε και ότι αυτό το ελάχιστο είναι η μέγιστη συμβολή μας στην όποια βελτίωση του κόσμου. Χρειάστηκε καιρός και κόπος για  να διακρίνω την αφανή αρμονία του προφανούς. Να νιώσω την ομορφιά συντελεσμένη ολόγυρά μας. Απέναντί της δοκιμαζόμαστε. Αυτήν αναζητούμε, να τη φτάσουμε, να τη δούμε. Απρόοπτη. Παιδευόμαστε υπηρετώντας την. Μορφώνουμε το πρόσωπό μας. Ένα μάθημα είν’ η ζωή. Επ’ αγαθό ή όχι, εμείς αποφασίζουμε.



ΧΑ: Πότε αρχίσατε να ζωγραφίζετε; Από μικρή ηλικία;

ΧΜ: Ζωγράφιζα από μικρό παιδί, πριν πάω στο σχολείο. Έφηβος όμως αρνιόμουνα να εμπιστευτώ το χάρισμα, πίστευα ότι έπρεπε να παλέψω ν’ αλλάξω τον κόσμο. Μετά τη Νομική (1975-1979)  κι ένα μεσοδιάστημα αναποφάσιστου προβληματισμού, βρέθηκα το 1983, αμήχανος, στη Ανώτατη Σχολή των Καλών Τεχνών της Αθήνας. Επί χρόνια νόμιζα πως ξέπεσα στη ζωγραφική ναυαγός. Δύο θεμελιώδη ερωτήματα με βασάνιζαν: τί μπορεί, κατ’ αρχήν, να μας αφορά, ως τέχνη, σε μια κοινωνική συνθήκη που μας προτρέπει στην συνεχή απόρριψη και αντικατάσταση του παλιού από κάτι όλο και πιο νέο; Τί μπορεί δηλαδή να κάνει, σ’ αυτόν τον καιρό της ταχύτητας και της ακατάπαυστης ανανέωσης, η ζωγραφική, που, από τη φύση της, παράγει σταθερές εικόνες και προσδοκά στην αιωνιότητα;  Και τί έχει να προσφέρει η ζωγραφική σε ένα κοινό που ως επί το πλείστον, χαριτωμένα αλλά αμήχανα, δηλώνει ότι ...δεν ξέρει από τέχνη; Σε ποιούς λοιπόν απευθύνεται; Γιατί να της αποτίουμε σεβασμό και αξία; Ακόμα με το νόημά της παιδεύομαι. Δυσκολεύομαι να το διακρίνω από ‘κείνο της ζωής.



ΧΑ: Πού μπορεί να θαυμάσει κανείς τα έργα σας;

ΧΜ: Από 17 Ιουλίου μέχρι τέλος Αυγούστου, θα εκτίθενται στην Ερμούπολη της Σύρου «τα στοιχειώδη". Σ’ αυτήν την τελευταία ενότητα έργων μου, που πρωτοεκτέθηκε το χειμώνα στο μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, παιδεύομαι με το μέτρο στα ζητούμενα του ανθρώπου. Στοχάζομαι μιαν ανάταση. Να ορθώσουμε το ανάστημά μας απαλλαγμένοι από τα περιττά. Να ξαναδούμε τις ανάγκες μας. Μια λιτή ευημερία ονειρεύομαι. Μετά το καλοκαίρι θα ακολουθήσει μια περιοδεία τους σε αρκετές πόλεις που έχουν  την πρόθεση και τη δυνατότητα να τα φιλοξενήσουν.

ΧΑ: Το έργο, τόσο το θέμα, όσο και το αποτέλεσμα, εξαρτάται από την ψυχολογία του καλλιτέχνη;

ΧΜ: Από αλλού μάλλον εξαρτάται και η ψυχολογία του καθενός μας και τα έργα μας. Ζούμε εν κοινωνία, εκεί δημιουργούμε και εκτιθέμεθα.

ΧΑ: Ποιό έργο σας, σας «ταλαιπώρησε» περισσότερο και γιατί; Πόσος καιρός χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί;

ΧΜ: Δεν είναι πρόβλημα ο χρόνος κι ο κόπος. Ποιός τα μετράει αυτά όταν το έργο σε συνεπάρει και σ΄ανεβάσει αλλού; Με άλλα παλεύεις, αλλού πονάς...



ΧΑ: Πότε ζωγραφίζετε;

ΧΜ: Όποτε δεν μπορώ να το αποφύγω και να απολαύσω τη ζωή ανέμελα...

ΧΑ: Η Τέχνη, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως θρησκεία;

ΧΜ: Δεν ξέρω. Η τέχνη βέβαια από τη φύση της θεολογεί, παλεύει με την εικόνα της αθανασίας, με το ουσιώδες και την μορφή του. Όταν το αντιλαμβάνεται κανείς έτσι, νιώθει κάποιο δέος, έναν σεβασμό, όχι μόνο απέναντι στο επίτευγμα, αλλά και στην αγωνία και την προσπάθεια, στις δυνατότητες και τις αδυναμία του ανθρώπου...



ΧΑ: Καλλιτέχνης γεννιέται κανείς ή γίνεται;

ΧΜ: Ο κόπος και η επιμονή ανταποδίδουν αναμφίβολα καρπούς και οφέλη αλλά το χάρισμα δεν διδάσκεται ούτε κατακτάται. Παρέχεται δωρεάν και  είναι άγνωστες κι ακατανόητες τόσο οι βουλές του δωρητή όσο κι οι δυνατότητες του δώρου.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ