Η συγκινητική ιστορία της οικογένειας Πελαρδή - Το τροχαίο που τους άλλαξε τη ζωή και δυνάμωσε την αγάπη

Έξω από τη Σλοβενία, ένα πούλμαν έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο και οι δύο ενήλικες τραυματίστηκαν σοβαρά...

Εκείνη τη νύχτα που στο Βέλγιο η οικογένεια φόρτωσε όλα της τα πράγματα, σ’ ένα καινούργιο Mercedes και πήρε το δρόμο για την Ελλάδα, φαίνεται πως ήταν μοιραίο να συμβεί το ατύχημα!

Έξω από τη Σλοβενία, ένα πούλμαν έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο και οι δύο ενήλικες τραυματίστηκαν σοβαρά ενώ τα παιδιά στο πίσω κάθισμα, ήταν τραυματίες.

Πέρασαν 40 χρόνια από τότε που η Δέσποινα Πελαρδή κάθεται στο αμαξίδιο, κι ο σύζυγός της ο κ. Στέλιος, οδηγός εκείνη τη νύχτα, στάθηκε στα πόδια του, για να τους στηρίξει όλους και να συνεχίζει να συγκινεί με τη συμπεριφορά του.

Μέχρι τον γιατρό στη Ρόδο της κυρίας Δέσποινας, τον Θεοδόση Τριανταφύλλου, συγκίνησε αυτή η ιστορία και ο τρόπος που στέκεται στη σύντροφό του ο κ. Στέλιος! Ο γιατρός της με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι αυτή η ιστορία πρέπει να ειπωθεί.  

Έτσι, Κυριακή μεσημέρι βρέθηκα στο ωραίο σπίτι τους στα Κοσκινού, στο οποίο ζουν τους μήνες που επιστρέφουν. Ξεχείλιζε η αγάπη σ’ αυτή την αφήγηση, κι ας πέρασε μέσα από χίλια μύρια κύματα, γράφει η Ροδούλα Λουλουδάκη στην rodiaki.gr. 

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:

«Με τη σύζυγό μου Δέσποινα, μου λέει, γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στο ίδιο χωρίο, τον Άγιο Ισίδωρο. Ήμασταν συμμαθητές, στην ίδια τάξη. Εγώ τελείωσα το Δημοτικό στο χωριό και παρακαλούσα τον πατέρα μου να μ’ αφήσει να πάω στην πόλη, να δουλεύω το πρωί και να πηγαίνω στο Γυμνάσιο το βράδυ.

Δεν ήθελε. Είχε δουλειές στα χωράφια, η μάνα μου είχε 230 πρόβατα, ήμασταν επτά αδέλφια... «πού να μ’ αφήσεις...», μου έλεγε ο πατέρας μου. Από πέντε-έξι χρονών παιδάκι με σήκωνε στις πέντε τα ξημερώματα και περπατούσα τρία χιλιόμετρα ίσως και παραπάνω για να ποτίσω τα κηπευτικά. Ήθελε βοήθεια η μάνα μου στη μάντρα, πήγαινα.

Πήρα την απόφαση και έφυγα στα 13 μου. Κατέβηκα στην πόλη και δούλεψα στο φαρμακείο του Συντυχάκη, στο πρώτο σιντριβάνι, στην Παλιά Πόλη. Έκανα όλες τις εξωτερικές δουλειές. Μετά δούλεψα σε εστιατόριο και στα 17 μου είπα στον πατέρα μου «πατέρα θα φύγω..»! «Πού θα πας;...», «Όπου με βγάλει η τύχη...»! Η αδελφή μου με το γαμπρό μου ήταν ήδη στη Γερμανία, σε μία πόλη έξω από τη Στουτγάρδη. Ήτανε κάτι. Πήγα κι εγώ.

Παίρνω το λεωφορείο από το χωριό, έρχομαι στην πόλη, βγάζω εισιτήριο για την Αθήνα, μετά για την Πάτρα ώστε να περάσω στο Μπρίντιζι. Δεκαεφτά χρονών παιδί, δείλιασα κάποια στιγμή, αλλά λέω «προχωράμε, Στέλιο...»! Όσο να ‘ναι αισθανόμουν λίγο χαμένος. Να μην ξέρεις τη γλώσσα, να μην έχεις φύγει ποτέ... Το μόνο που ήξερα να πω ήταν «merci, merci...», από το σινεμά που έβλεπα. Όταν έφτασα δούλεψα σε εργοστάσιο που έφτιαχνε παντός είδους ποτήρια. Έμενα σ’ ένα μικρό σπιτάκι, με επτά-οκτώ συγχωριανούς μαζί».

 

Και πριν κλείσετε χρόνο στη Γερμανία, ήρθε το πρώτο χτύπημα!

Πέθανε η αδελφή μου, στα 22 της χρόνια. Έκανε επέμβαση για πέτρα στη χολή, έγινε ένα λάθος στη φροντίδα της από τη νοσοκόμα και η αδελφή μου, η πιο όμορφη κοπέλα στον Άγιο Ισίδωρο, όλα τα καλά τα είχε, στα 22 της ήταν νεκρή, αφήνοντας πίσω κι ένα μωρό δύο ετών. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τηλεφώνησα στο θείο μου που ήταν στο Ντίσελντορφ, πήρε ταξί την ίδια στιγμή, έκανε 800 χιλιόμετρα, κι ήρθε και μας βρήκε. Εγώ δεν είχα κλείσει ούτε χρόνο που πήγα, τα οικονομικά μου δεν ήταν καλά, οι χωριανοί και οι πατριώτες της πόλης έβαλαν χρήματα, δεν είχαμε τόσα πολλά λεφτά, πληρώσαμε τότε 12.000 μάρκα και τη φέραμε με αεροπλάνο και τη θάψαμε στο χωριό μας. Τους ευχαριστώ μέχρι σήμερα. 

Ήταν η πρώτη απόπειρά σας αυτή να δουλέψετε στο εξωτερικό, και έληξε άδοξα!

Δεν ξαναγύρισα πίσω. Δεν μπορούσα να πάω ξανά στην πόλη αυτή, ούτε στη Γερμανία ήθελα πλέον να πάω. Άδικα όλα. Θυμάμαι όταν ήρθε ο θείος μου από το Ντίσελντορφ έπιασε τη νοσοκόμα­ από το λαιμό να την πνίξει, κι εγώ τον τράβαγα και του έλεγα «θείο, θείο, τι πας να κάνεις;». Θα είχαμε κι άλλα τραβήγματα. Ξεκίνησα να δουλεύω πάλι στη Ρόδο. Αγαπούσα τα εστιατόρια, τα ξενοδοχεία. Ξαναέπιασα δουλειά στο εστιατόριο «Άρτεμις» στην Παλιά Πόλη. Ήτανε τότε ο Σάββας Αργυρός από τις Καλυθιές, που με πήρε κι αυτή τη φορά γιατί ήμουνα τίμιος, και δουλευταράς και μ’ αγαπούσε κι αυτός, κι ο ξάδελφός του με τον οποίο είχανε μαζί το εστιατόριο.

Εκείνη την περίοδο ήταν που γνωρίσατε τη σύζυγό σας, τη Δέσποινα;

Τότε την ξανασυνάντησα. Ζούσε πια στο Βέλγιο! Εγώ, κάθε Σάββατο έστελνα ένα δέμα με τρόφιμα στο χωριό, στην οικογένειά μου και μια μέρα που πήγα να ρωτήσω τον εισπράκτορα αν είχε κάποια παραγγελία η οικογένειά μου, βλέπω τη Δέσποινα να κατεβαίνει από το λεωφορείο. Είχε έρθει για λίγες μέρες στο χωριό με τον πατέρα της. Αμέσως μου άρεσε. Τους οδήγησα μαζί με τον πατέρα της στο καφενεδάκι δίπλα, να πιούμε καφέ. Και επειδή ήθελα να την ξαναδώ πήγα και στο χωριό, που είχε γάμο.

Τότε είχα μηχανάκι. Λέω στο φίλο μου που δουλεύαμε μαζί «ρε, Γιάννη, τι λες, θα πάμε στο χωριό, έχει γάμο...»! Φορέσαμε κοστούμια, ντυμένοι κάργα, αλλά με το μηχανάκι, χωματόδρομος, καινούργιο κοστούμι από κασμίρι, από μαύρο που ήταν έγινε άσπρο. Αμάν λέω... Ο γάμος κράτησε τρεις μέρες. Μετά πήγα στρατιώτης, εκείνη ήταν στο Βέλγιο, είχαμε αλληλογραφία, υπάρχουν τα γράμματα μέχρι σήμερα και μετά πήγα στο Βέλγιο και τη βρήκα.

Δουλέψατε πολύ, κι αυτή τη δεύτερη φορά, αλλά τα χρήματα εξανεμίστηκαν!

Δούλευα πάρα πολύ, δούλευε κι η γυναίκα μου, εγώ τα 24ωρα τα έκανα 48ωρα. Ύστερα από δύο, δυόμιση χρόνια, είχα μαζέψει 20 εκατομμύρια δραχμές, ήμουν ικανοποιημένος και λέω στη γυναίκα μου «πάμε στη Ρόδο, θα κάνουμε το σπίτι μας, θα κάνουμε μία δουλειά και θα είμαστε εντάξει»!

Γυρίσαμε στην Ελλάδα, αλλά εδώ έπρεπε να φροντίσω όλη μου την πατρική οικογένεια και φύγανε τα λεφτά. Ένα χρόνο δεν κράτησαν. Το μόνο που πήρα ήταν ένα μικρό διαμέρισμα στα μπετά. Και τότε, ξανά πίσω, στο Βέλγιο όπου και ξαναρχίζω δουλειά, μέρα- νύχτα.

Μέχρι που αποφασίζετε να επιστρέψετε πάλι στη Ρόδο, κι εκείνο το βράδυ με όλη την οικογένεια και τα κινητά περιουσιακά σας στοιχεία μαζί, συμβαίνει το ατύχημα, έξω από τη Σλοβακία! Τι έγινε εκείνο το βράδυ;

 Όταν ξαναμάζεψα κάμποσα λεφτά, δέκα χρόνια μετά, κι ενώ είχα αγοράσει και ένα καινούργιο Mercedes, το οποίο αγόρασα για να το φέρω στη Ρόδο να το κάνω ταξί, έγινε αυτό που μας άλλαξε τη ζωή. Ούτε ταξί το έκανα ούτε τίποτα γιατί πάθαμε το ατύχημα. Μ’ αυτό το αυτοκίνητο. 

Ήταν η δεύτερη φορά που πηγαίναμε για πάντα στην Ελλάδα και το αυτοκίνητο πέρα από εμάς και τα τρία μας παιδιά, δύο αγόρια κι ένα κορίτσι στο πίσω κάθισμα, είχε και ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί από το Βέλγιο. Ήταν 2 Ιουλίου 1984, στις 5 τα ξημερώματα.

Ξεκινήσαμε από το Βέλγιο, περάσαμε από τη Σλοβακία και βρήκαμε μπροστά μας στο Ζάγκρεμπ το πρώτο τουριστικό λεωφορείο της ημέρας με 68 επιβάτες. Κοιμήθηκε στο τιμόνι μάλλον ο οδηγός, δεν μπορούσε να το συγκρατήσει, κι έπεσε πάνω μας για κλάσματα του δευτερολέπτου. Έπεσε πάνω μας, στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μας, στο πίσω τζάμι. Με το φρενάρισμα που έκανα τα παιδιά που κοιμόντουσαν στο πίσω κάθισμα ήρθαν και πλάκωσαν τη μάνα τους που ήταν στη θέση του συνοδηγού.

Στα 38 σας χρόνια, σας είπαν ότι δεν θα καταφέρετε να δουλέψετε ξανά!

 Ο καθηγητής στο νοσοκομείο μου είπε «κύριε Πελαρδή, από εδώ και πέρα δεν θα δουλέψετε ποτέ...»! Ήμουν 38 χρονών. Κι εκείνη την ώρα του λέω «κύριε, καθηγητά, είστε καλός γιατρός, είστε καλός επιστήμονας, αλλά ένα πράγμα δεν ξέρετε...»... Μόλις άκουσε αυτό, θύμωσε, μου λέει «τι δεν ξέρω...;». «Θέλετε να μάθετε; Δεν ξέρετε ένα πράγμα, δεν ξέρετε τι έχω εδώ μέσα... Κι έδειξα το κεφάλι μου. Κι αυτό δεν μπορείτε να μου το αποδείξετε με τίποτα. Εδώ μέσα έχει έναν άλλον, από εμένα.

Εγώ και θα δουλέψω, και δουλειές θα κάνω και όλα. Θα αργήσω, αλλά θα το κάνω» Υπέφερα πάρα πολύ τους πρώτους μήνες που άρχισα να δουλεύω. Δούλευα ας πούμε πέντε λεπτά, κι έπρεπε να ξαπλώσω ένα τέταρτο. Να σηκωθώ και πάλι ξανά τα ίδια. Ήταν εκείνος ο χρόνος που η γυναίκα μου ήταν ολόκληρο χρόνο στο νοσοκομείο. Πήγα σ’ ένα φίλο από την Εύβοια που είχε εστιατόριο και του λέω «ρε Χρηστάρα, άσε με να έρχομαι εδώ γιατί θα τρελαθώ...». 

Η γυναίκα μου στο νοσοκομείο, εγώ χτυπημένος, τα παιδιά μου χτυπημένα, θα έσκαγα μέσα στο σπίτι. Μου λέει «έλα και κάνε ό,τι θέλεις». Πήγα και έπλενα ποτήρια στο μαγαζί του. Τον ευχαριστώ τον άνθρωπο, μου φέρθηκε πολύ καλά. Κι εκεί που του έλεγα δεν θέλω χρήματα, δεν θέλω να μου δώσεις τίποτα, μόνο να φύγω από το σπίτι... όχι μόνο μου έκανε τη χάρη, αλλά με πλήρωνε κιόλας. Ο Θεός να τον έχει καλά. Όρθιος μπορούσα να είμαι, αν ήταν να κάτσω, πώς σηκώνονται μετά. Και μέχρι σήμερα, δηλαδή. Από εκεί και πέρα έκανα εγώ δουλειές...

Και από εκεί και πέρα με τη σύζυγο κάνατε κι άλλο παιδάκι!

Η γυναίκα μου αυτό που ήθελε ήταν να σηκωθεί από την καρέκλα. Μετά από τέσσερα χρόνια από το ατύχημα, ήρθε το τέταρτό μας παιδί. Εντελώς απρογραμμάτιστα βέβαια. 

Είστε μια δυνατή οικογένεια!

Δέσποινα Πελαρδή: Υπήρχε αγάπη, γι αυτό τα καταφέραμε. Εγώ να έχω το μωρό... και μόνη μου να έμενα στο σπίτι τα κατάφερνα. Να βάζω το μωρό πάνω μου, να το κρατώ με το ένα χέρι, να του κάνω το φαΐ του, να το πλύνω, να το πάω στο κρεβατάκι του. Όλα τα έκανα εκτός από το να το βγάλω έξω. Και τα εγγόνια μου φρόντιζα μετά. Για σκέψου τώρα άνθρωπος πάνω στην καρέκλα και φρόντιζα το δικό μου το μωρό και μετά έξι εγγόνια. Είχα δύναμη. Δεν έγινε το θαύμα να περπατήσω, αλλά έγινε το θαύμα να μείνω έγκυος, να γεννήσω και πάλι και να μου δώσει δύναμη αυτό το παιδί.

Στέλιος Πελαρδής: Μας έδωσε από τη μια μεριά μια σφαλιάρα ο Θεός, αλλά μας έδωσε κι άλλα πράγματα.

Μαζί τους, αυτό το μεσημέρι της Κυριακής είναι η Κατερίνα η κόρη τους, που ήρθε για λίγες μέρες από το Βέλγιο όπου ζουν όλα τα παιδιά με τις δικές τους οικογένειες- για να δει τους γονείς της.

«Όλοι αλλάξαμε όταν το πάθαμε αυτό...», μου λέει κι εκείνη που ήταν στα 12 τότε.

Φεύγω και ο κύριος Πελαρδής, που το πήρε όλο πάνω του και βγήκε κι από πάνω, έχει να πει κι άλλα που του έμαθε η ζωή: «Και να μην πιστεύουμε στο χρήμα, μου λέει. 

Το χρήμα είναι μόνο το λάδι στη μηχανή, τίποτα άλλο δεν σου φέρνει το χρήμα. Και χωρίς το χρήμα, όλα μπορείς να τα κάνεις. Τώρα που είμαστε στη σύνταξη ερχόμαστε για κάποιους μήνες στη Ρόδο.  Θα γυρίσουμε για να κάνουμε Χριστούγεννα εκεί. Και να έχουμε πίστη ότι όλα γίνονται, φτάνει να θέλεις...», φωνάζει ενώ μπαίνω στο αυτοκίνητο.

 

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ