Τα δράματα του πολέμου: Ένας έφηβος Ουκρανός αιχμάλωτος στους Ρώσους - Απήχθη για 90 ολόκληρες μέρες

Η συγκλονιστική κατάθεση του 16χρονου.

Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μαίνεται, καθημερινά πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των θυμάτων που βιώνουν το θρίλερ μπροστά στα μάτια τους, ενώ μάλιστα, δεν λείπουν και οι αιχμάλωτοι πολέμου.

Στις 8 Απριλίου, ο 16χρονος Vladislav Buryak, χωρίστηκε από την οικογένειά του σε ένα σημείο ελέγχου, προσπαθώντας να δραπετεύσει από την πόλη Μελιτόπολη. Οι Ρώσοι στρατιώτες όμως, τον κράτησαν αιχμάλωτο πολέμου για 90 ολόκληρες μέρες.

Έπειτα από μήνες διαπραγματεύσεων του πατέρα του, Oleg, ο οποίος ήταν τοπικός Ουκρανός αξιωματούχος, αφέθηκε τελικά ελεύθερος, καθώς οι Ρώσοι στρατιώτες ήθελαν να τον ανταλλάξουν με ένα πρόσωπο μεγαλύτερου ενδιαφέροντος, όπως και συνέβη.

 

 

Ο 16χρονος έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα «Guardian» και στην «Washington Post» αποκαλύπτοντας τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε από τις ρωσικές δυνάμεις.

«Είχαμε φύγει από τη Μελιτόπολη για τη Ζαπορίζια στις 9 το πρωί. Γύρω στις 11:00 μας σταμάτησαν στο σημείο ελέγχου, όπου Ρώσοι στρατιώτες άρχισαν να ελέγχουν τα έγγραφα. Με ρώτησαν αν είχα βιντεοσκοπήσει το σημείο ελέγχου και απαίτησαν να τους δώσω το τηλέφωνό μου.

Στη συνέχεια βρήκαν ένα βίντεο στο κινητό μου, στο οποίο υπήρχαν Ρώσοι στρατιώτες που μιλούσαν για το πώς δεν ήθελαν να πολεμήσουν. Αυτό τους εξόργισε και ένας στρατιώτης με πολυβόλο με σημάδεψε και μου είπε ότι έπρεπε να τον ακολουθήσω. Τότε ήταν που ανακάλυψαν ότι ήμουν ο γιος ενός τοπικού αξιωματούχου και πολύτιμος ως όμηρος», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο 16χρονος κρατούνταν όμηρος σε φυλακή στη Βασιλίβκα, για 40 μέρες, ενώ τον ανάγκαζαν να καθαρίζει το δωμάτιο όπου βασανίζονταν άλλοι κρατούμενοι,  βρίσκοντας συχνά απορρίμματα βουτηγμένα στο αίμα.

«Με έβαλαν να δουλεύω πλένοντας το πάτωμα του δωματίου, που χρησιμοποιούσαν για τις ανακρίσεις, καθαρίζοντας τα δωμάτια των αξιωματικών και πετώντας τα σκουπίδια. Το κελί όπου με κρατούσαν ήταν λίγα μέτρα από το σημείο όπου έκαναν τις ανακρίσεις.

Άκουγα ανθρώπους να φωνάζουν και όταν καθάριζα το δωμάτιο έβλεπα κηλίδες αίματος. Επειδή μπορούσα να κινούμαι όταν καθάριζα τα κελιά, είχα μερικές φορές την ευκαιρία να δω τι είχε συμβεί στους ανθρώπους και μπορούσαν μερικές φορές να μου μιλήσουν για ένα λεπτό περίπου όταν οι φρουροί δεν παρακολουθούσαν», αφηγήθηκε.

Σε άλλο σημείο ανέφερε πως από το κελί του άκουσε τον ξυλοδαρμό και τον ηλεκτροπληξία ενός 20χρονου αιχμαλώτου ενώ τα βασανιστήρια μερικές φορές διαρκούσαν έως και τρεις ώρες.

Σύντομα, ο άντρας είπε ότι δεν άντεχε άλλο, άπλωσε το καπάκι ενός τενεκέ και έκοψε τους καρπούς του. Στη συνέχεια κάθισε δίπλα στον Vladislav και πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ήρθε ένας φρουρός, κάλεσε γιατρό και τον πήραν μακριά. Ο 16χρονος δεν έμαθε ποτέ αν ο 20χρονος επέζησε.

 «Υπήρχε ένα μεταλλικό τραπέζι και δύο καρέκλες. Η μία ήταν για το άτομο που ανακρινόταν και η άλλη για το άτομο που κρατούσε σημειώσεις. Υπήρχαν κηλίδες αίματος και εμποτισμένοι επίδεσμοι. Μπορούσα να ακούσω και την ανάκριση, τουλάχιστον, τρεις φορές την εβδομάδα. ‘Έχετε όπλα; Ποιος άλλος έχει όπλα;», ρωτούσαν.

Οι άνθρωποι που βασανίζονταν, φώναζαν δυνατά. Ξυλοκοπούνταν και βασανίζονταν με ηλεκτροσόκ. Αν κάποιος δεν έλεγε κάτι, τα βασανιστήρια συνεχίζονταν, μερικές φορές για αρκετές ώρες. Κανείς δεν μου είπε ποτέ γιατί με κρατούσαν, αλλά υπέθεσα ότι ήταν για να με ανταλλάξουν».

«Κάποιες στιγμές ήταν πολύ ενοχλητικές για να τις επεξεργαστούμε», όπως είπε. «Μια μέρα, για παράδειγμα, όταν μπήκα στο δωμάτιο βασανιστηρίων, βρήκα έναν άνδρα κρεμασμένο από το ταβάνι, με τα χέρια του δεμένα με καλώδια. Ένας Ρώσος στρατιώτης κάθισε κοντά στον βαριά χτυπημένο αιχμάλωτο και, φαινομενικά ανενόχλητος, κράτησε σημειώσεις», περιέγραψε.

Ο 16χρονος, έχοντας συμπληρώσει περίπου εφτά βδομάδες σε φυλακή, μεταφέρθηκε σε μια εγκατάσταση με καλύτερες συνθήκες, όπου μπορούσε να κάνει μπάνιο τακτικά και να τηλεφωνεί στον πατέρα του. Αβέβαιος αν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά, συνέχιζε να επαναλαμβάνει ότι: «Δεν υπάρχουν καταστάσεις που δεν μπορούν να λυθούν. Θα βγω».

Στις 4 Ιουλίου, ο πατέρας του νεαρού ενημερώθηκε πως ο Vladislav  θα ήταν μέρος μιας ανταλλαγής κρατουμένων τριών ατόμων. Δύο μέρες αργότερα, τηλεφώνησε στον πατέρα του: «Μπαμπά, λένε ότι θα έρθω σε σένα αύριο».

Τελικά, ύστερα από όλον αυτον τον γολγοθά, πατέρας και γιος βρέθηκαν στην άκρη ενός δρόμου, κοντά στη γραμμή μηδέν, όπου συγκλίνουν ουκρανικά και κατεχόμενα εδάφη. Ο νέος ήταν ντυμένος με καμουφλάζ πανοπλία και μπλε τζιν. Ο Vladislav βγήκε από την πλαϊνή πόρτα, ενώ ο πατέρας του από ένα βανάκι και μόλις πλησίασαν ο ένας τον άλλον αγκαλιάστηκαν. 

Παράλληλα, η συγκλονιστική κατάθεση του 16χρονου αλλά και άλλων αιχμαλώτων οδήγησε στην έκθεση του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, η οποία ανέφερε:

«Η έκθεση τεκμηριώνει την ανακάλυψη μιας  σειράς θαλάμων βασανιστηρίων, που χωρίζονται από τσιμεντένιους τοίχους σε ένα θερινό στρατόπεδο στη Μπούτσα, έξω από το Κίεβο, συμπεριλαμβανομένου ενός δωματίου, που φαινόταν να χρησιμοποιείται για εκτελέσεις, με τρύπες από σφαίρες στους τοίχους.

Σε ένα άλλο δωμάτιο, όπου οι εμπειρογνώμονες είπαν ότι υπήρχαν ενδείξεις βασανιστηρίων και waterboarding, βρέθηκαν πέντε νεκροί άνδρες καλυμμένοι με εγκαύματα, μώλωπες και αμυχές».

 

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ