Το 1922 ο 96χρονος Σαράντος & ο 94χρονος Γιώργος έφτασαν στην Λέσβο μωρά-πρόσφυγες - Θυμούνται & διηγούνται

Αν και νησιώτης, ο 96χρονος Σαράντος Σαράντου δεν αγάπησε ποτέ τη θάλασσα.

Ακόμη και σήμερα θυμάται την πρώτη φορά που ταξίδεψε σε αυτήν, το 1922, ως κυνηγημένος. «Ελεγα σαν παιδάκι: “Δεν είναι καλή η θάλασσα, μπαμπά, δεν είναι καλή”», λέει.

Ρεπορτάζ του Γιάννη Παπαδόπουλου για την Kathimerini.gr

Ολα τα αδέρφια του έγιναν αργότερα ναυτικοί, αλλά εκείνος αποφάσισε να μην «πατήσει στο νερό». Εμεινε στη στεριά και έφτιαξε το μαγαζί του σε ένα σοκάκι του Μολύβου. Πουλούσε υφάσματα, δαντέλες και κουμπιά. Απέκτησε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονο και τα προίκισε με σπίτια έπειτα από πολλά χρόνια δουλειάς, ώσπου το περασμένο καλοκαίρι αντίκρισε ξανά εικόνες που είχε ζήσει ο ίδιος ως παιδί.

«Νιώθω αυτούς που έρχονται εδώ. Η καρδιά μου τους πονεί, διότι πέρασα και εγώ αυτά τα άσχημα χρόνια ως πρόσφυγας», λέει για τις οικογένειες των Σύρων που φτάνουν στη Λέσβο καθημερινά από τα τουρκικά παράλια.

Σε αυτό το νησί του Βορειοανατολικού Αιγαίου, που έγινε βασική πύλη εισόδου των προσφυγικών ροών με περισσότερες από 500.000 αφίξεις πέρυσι, σχεδόν κάθε σπίτι έχει να διηγηθεί δικές του ιστορίες ξεριζωμού. Οι γονείς ή οι παππούδες αρκετών ντόπιων εγκαταστάθηκαν εδώ από τη Μικρά Ασία, με αποτέλεσμα με τους διωγμούς του 1922 και την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια, το 45% του πληθυσμού στον Δήμο Μυτιλήνης να αποτελείται από πρόσφυγες. Οσο περνούν τα χρόνια όμως, μαρτυρίες Μικρασιατών που πραγματοποίησαν οι ίδιοι αυτό το ταξίδι γίνονται όλο και πιο σπάνιες.

Οι μαρτυρίες
Στον Μόλυβο, σε σπίτια που απέχουν περίπου δέκα σκαλοπάτια μεταξύ τους, ζουν σήμερα δύο ηλικιωμένοι που είχαν φτάσει στη Λέσβο ως βρέφη μέσα σε βάρκες κατά τη μικρασιατική καταστροφή. Ο Σαράντος Σαράντου και ο Γιώργος Καβούνης γεννήθηκαν στο χωριό Σκουπιά (ή Σκοπιά) στο νησί Αλώνη (αλλιώς γνωστό στα τουρκικά ως Πασαλιμάνι) στη Θάλασσα του Μαρμαρά.

«Ηρθαμε τον Αύγουστο του 1922 στον Μόλυβο με το καΐκι του πατέρα μου. Τεσσάρων μηνών με ’φέραν, πρόσφυγα», λέει ο κ. Καβούνης όταν τον συναντούμε στο σπίτι του. «Μας έλεγαν ότι στο χωριό μας είχαμε αμπέλια και ζούσαμε καλά. Εδώ δεν είχαμε τίποτα», προσθέτει.

Στις αναφορές τους τότε τα μέλη της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων έγραφαν ότι οι ξυπόλητοι πρόσφυγες φορούσαν παπούτσια από λάστιχα, ντύνονταν με σάκους για το αλεύρι και χρησιμοποιούσαν κονσερβοκούτια σαν κατσαρόλες. Οσοι δεν προέρχονταν από τα νησιά του Μαρμαρά όπως ο κ. Καβούνης, αλλά από τα βάθη της Ασίας, ταξίδευαν μέχρι τη Σμύρνη με άμαξες ή τρένα και περνούσαν έπειτα στην Ελλάδα. Οι γονείς του κ. Καβούνη δεν πρόλαβαν να πάρουν κάποια από τα υπάρχοντά τους μαζί. Μόνο μια γειτόνισσά τους διέσωσε το εικόνισμα της Αγίας Αννας από την εκκλησία του χωριού.

Με το οικογενειακό καΐκι έφτασε στη Λέσβο και ο κ. Σαράντου. «Ο πατέρας μου σκεφτόταν ότι κάποια στιγμή θα ξαναγυρίσουμε στην πατρίδα, γι’ αυτό καθίσαμε σε μια αποθήκη. Μας έδιναν σπίτι και δεν το ήθελε, μας έδιναν κτήματα εδώ και δεν τα ήθελε. Είχε τη γνώμη ότι θα πηγαίναμε πίσω», λέει.

Η οικογένεια του κ. Σαράντου ήταν από τις πιο εύπορες στη Σκουπιά. «Ο πατέρας μου ήταν νοικοκύρης και η μάνα μου η πρώτη του χωριού», λέει. Οποτε έφταναν ταξιδιώτες στο χωριό φιλοξενούνταν στο σπίτι τους. Ο πατέρας του μιλούσε άπταιστα τουρκικά και δεν ήταν ψαράς όπως πολλοί συντοπίτες του, αλλά έμπορος. Μετέφερε κρασί στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και παστά ψάρια στη Μυτιλήνη.

Οταν εγκαταστάθηκαν όμως στον Μόλυβο έχασαν όλα όσα είχαν αποκτήσει. Ο πατέρας του είχε καταφέρει να πάρει μαζί του κάποια χρήματα, αλλά τα ξόδεψε όλα όταν αρρώστησαν βαριά οι δύο κόρες της οικογένειας. «Το καΐκι χάλασε και ο πατέρας μου έκανε μέχρι και τον χαμάλη για να μας ζήσει», λέει ο κ. Σαράντου.

«Γύρευα ψωμί στη μητέρα μου και δεν είχε να μου δώσει. Ελεγε ότι τα δύο της παιδιά –που μεγάλωσαν στη Σκουπιά– έζησαν καλά και ότι τα άλλα δύο που ήρθανε εδώ υποφέρουν. Τη γνώρισα τη φτώχεια, γι’ αυτό και λυπάμαι όταν μαθαίνω ότι έρχονται και τώρα άνθρωποι που πνίγονται και υποφέρουν. Τους λυπάμαι πολύ».

Μπροστά στις αφίξεις

Σχεδόν καθημερινά τα σκάφη του Λιμενικού Σώματος αποβιβάζουν στο λιμάνι του Μολύβου Σύρους πρόσφυγες που διασώζονται στα νερά του Αιγαίου. Στις αρχές του καλοκαιριού, πέρα από εθελοντές και ντόπιους, δεν υπήρχε κανένας εκπρόσωπος κρατικής υπηρεσίας στον Μόλυβο για να αναλάβει τη διαχείριση των αφίξεων. Οικογένειες με παιδιά –σε κάποιες περιπτώσεις με βρέφη λίγων ημερών– ξαπόσταιναν κάτω από μια τέντα που είχε στηθεί πρόχειρα πίσω από τις ταβέρνες του χωριού περιμένοντας να βρουν τρόπο μετάβασης στα κέντρα καταγραφής.

Σήμερα η εικόνα είναι διαφορετική. Και πάλι ντόπιοι, ψαράδες, εθελοντές και μέλη μη κυβερνητικών οργανώσεων καλούνται να βοηθήσουν. Το τελευταίο διάστημα όμως η υποδοχή των προσφύγων γίνεται πιο οργανωμένα. Εξω από τη γειτονική Σκάλα Συκαμιάς έχει στηθεί σταθμός μετεπιβίβασης και βραχύβιας φιλοξενίας, ενώ τα δρομολόγια προς το νότιο μέρος του νησιού –όπου γίνεται η δακτυλοσκόπηση– είναι πιο τακτικά.

Ο κ. Σαράντου αποφεύγει να κατηφορίζει μέχρι το λιμάνι, η υγεία του άλλωστε δεν επιτρέπει πολλές εξόδους από το σπίτι. Οταν βγαίνουμε μαζί του στο μπαλκόνι για να κοιτάξουμε το Αιγαίο, η κόρη του τον καλύπτει με μια ρόμπα για να μην κρυώσει.

Ο κ. Καβούνης πάντως, στα 94 του χρόνια, βγαίνει ακόμη για βαρκάδα με το καΐκι του όποτε έχει καλό καιρό και θλίβεται στη θέα των Σύρων προσφύγων. «Κρίμα είναι τα μωρά, πολύ κρίμα. Φεύγουν τα παιδιά από τα χέρια τους στη θάλασσα και πνίγονται», λέει και μιλάει με θαυμασμό για τους ψαράδες του Μολύβου που κάθε τόσο «σώζουν οικογένειες από τα κύματα».

Το καλοκαίρι, σε μία από τις βόλτες του στη θάλασσα, ο κ. Καβούνης παραλίγο να πέσει πάνω σε μια μισοβουλιαγμένη πλαστική βάρκα, από αυτές που χρησιμοποιούν οι πρόσφυγες για να διασχίσουν το Αιγαίο. «Ερχονται με τα λαστιχένια. Βάζουν 50 άτομα σε ένα σκάφος που είναι εννιά μέτρα. Οταν μπουν τόσοι μέσα, η βάρκα γίνεται ένα με τη θάλασσα και κάθονται στα νερά. Τι περιμένετε να κάνει αυτό το σκάφος; Γιατί μπαίνουν τόσοι πολλοί;», λέει. Δεν θυμάται με ακρίβεια πόσοι άνθρωποι είχαν στριμωχτεί στο καΐκι που μετέφερε τον ίδιο το 1922. Ξέρει πάντως ότι δύο οικογένειες είχαν πραγματοποιήσει μαζί τότε το ταξίδι.

Διαβάστε τη συνέχεια στο Kathimerini.gr

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ