Χρήστος Ιακώβου & η συνέντευξη ζωής του: Πως το καμάρι της Ελλάδας έγινε η ντροπή του Έθνους

Σναντήθηκε με το Sport24.gr στη Γλυφάδα. Δίπλα στη θάλασσα. Απ' όταν θυμάται τον εαυτό του, ήταν κοντά στη θάλασσα. Τον γαλήνευε. Τον ηρεμούσε. Ακόμα και εκείνες της ημέρες που ήταν στο μάτι του κυκλώνα, ο πιο δακτυλοδεικτούμενος Έλληνας. 

Ο Χρήστος Ιακώβου δέχθηκε να κάνει για το Sport24.gr ένα ταξίδι στην ιστορία του. Να γυρίσει στο νησί που μεγάλωσε, την Αντιγόνη και να μας πάρει μαζί του στην πορεία έως την Ελλάδα, την Αμερική, την εθνική άρσης βαρών, τα 66 μετάλλια -εκ των οποίων τα 12 ήταν ολυμπιακά- και μετά στην πλήρη απαξίωση. Την εκμηδένιση. Τον αφανισμό. Μιλά για το ντόπινγκ, ομολογεί πως υπάρχει παντού, εξηγεί μέχρι πού έχει φτάσει η ιστορία και προτείνει λύσεις. Ελάτε μαζί μας.

Η πιο δυνατή ανάμνηση που 'χει -ως άνθρωπος- από αυτήν τη ζωή "είναι του τρένου που φεύγει από την Κωνσταντινούπολη και έβλεπα να "χάνεται" ο Μαρμαράς. Ήμουν 16 προς τα 17 (το 1964) και ένιωθα λίγο φοβισμένος.  Το κουβαλάω ακόμα μαζί μου, σαν ένα σφίξιμο στο στήθος, σαν να μου έχουν καρφώσει μαχαίρι στην καρδιά. Πάω πολύ συχνά στην Πόλη και αυτήν την εικόνα την έχω μέσα μου. Αυτή η ανάμνηση δεν ξεχνιέται. Πήγαινα προς το άγνωστο και έφευγα από εκεί όπου ένιωσα ότι είμαι άνθρωπος, την ύπαρξη μου στον κόσμο. Η πρώτη ανάμνηση, λοιπόν που έχω είναι αυτή του ξεριζωμού, από το χώρο σου, από το μέρος σου, από το σπίτι σου". Και δεν ήξερε το λόγο. "Ήμουν και σε ηλικία που δεν ήξερες πολλά, γιατί τότε οι κοινωνίες μας ήταν πολύ "κλειστές". Δεν είχαμε τηλεόραση και social media, όπως έχουν σήμερα που βλέπω τον κόσμο να προσπαθεί να αποδράσει από τον πόλεμο. Στη δική μας περίπτωση, ο πόλεμος ήταν πολιτικός. Βέβαια, ως παιδιά δεν είχαμε ιδέα για όσα γίνονται. Ό,τι μαθαίναμε ήταν από το σχολείο και το σπίτι". Τι σήμαινε αυτό στην πράξη;
"Οι γονείς τότε, δεν μιλούσαν μπροστά στα παιδιά και πέραν του σχολείου και της γειτονιάς που μιλούσαμε τα παιδιά μεταξύ μας -και μοιραζόμασταν ό,τι ακούγαμε να λένε οι γονείς μας στα κρυφά- δεν υπήρχε άλλη πηγή πληροφόρησης. Έτσι ήμασταν ενήμεροι -τρόπον τινά- ότι μας διώχνουν οι Τούρκοι. Ήλθε λοιπόν, το καλοκαίρι, δεν είχαμε σχολείο και δεν υπήρχε και πληροφόρηση. Το μόνο που μας ένοιαζε, ήταν το παιχνίδι. Μια ημέρα, στις αρχές του Αυγούστου με φώναξε ο πατέρας μου και μου είπε πως επρόκειτο να φύγουμε. Στην αρχή νόμισα πως εννοούσε ότι θα πάμε όπως κάθε καλοκαίρι, στα ζεστά λουτρά λίγο πιο έξω από την Κωνσταντινούπολη. Δυσανασχέτησα. Μου είπε "θα φύγουμε για καλά". Όταν τον ρώτησα τι εννοεί, μου είπε "θα φύγουμε στην Ελλάδα". Του ζήτησα το λόγο και αρκέστηκε στο "έχω προβλήματα". Όταν ήλθαμε στην Ελλάδα μας είπε τι είχε συμβεί και πως τον κυνηγούσαν. Έχω ακόμα το διαβατήριο του στο σπίτι, που λέει με κόκκινα γράμματα, στα τούρκικα "δεν είναι δεκτός στην Τουρκία". Σκληρές εικόνες για ένα παιδί. "Σκληρή ζωή", μας διορθώνει.

Από "γκιαούρ" έγινε "τουρκόσπορος"
Πήραν έτσι, τα άκρως απαραίτητα και κίνησαν για την Ελλάδα.
"Όταν φύγαμε, δεν μπορούσαμε να πάρουμε πολλά. Για την ακρίβεια, δεν μπορούσαμε να πάρουμε τίποτα. Μόνο τα ρούχα μας.  Είχαμε από μια βαλίτσα ο καθένας και ένα σακίδιο. Στο δικό μου, ο πατέρας μου είχε βάλει κάτω κάτω δυο εικόνες. Όπως περνούσαμε από το τελωνείο, ο υπάλληλος έβαζε ένα "Χ" από πάνω. Για να είμαστε σίγουροι, ο πατέρας μου είχε "ταΐσει" τον τελωνειακό και δεν άνοιξε τη δική μου τσάντα.

Τον Αύγουστο του 1964 ήταν που ήλθαμε στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, την ημέρα που βομβάρδισαν οι Τούρκοι την Κύπρο. Εκείνη ήταν η ημέρα που περάσαμε τα σύνορα. Μάλιστα, μας είχαν κρατήσει στη μέση, στη γέφυρα, μέσα στο τρένο, για ώρες, μεταξύ του Εντιρνέ και των Φερών. Ούτε οι Έλληνες μας έπαιρναν, ούτε οι Τούρκοι. Ρωτούσαμε "γιατί έχουμε μείνει εδώ;" και μας έλεγαν "περιμένετε". Κατά τις 4-5 το πρωί, άνοιξα λίγο το τζάμι και είδα κάποιους να έρχονται προς το μέρος μας. Δεν ήξερα αν ήταν Έλληνες ή Τούρκοι. Όταν πλησίασαν, μου μίλησαν ελληνικά και ενημέρωσαν ότι έως το πρωί θα περνούσαμε στην Ελλάδα. Όπερ και εγένετο. Μπήκαμε στα ελληνικά σύνορα και άρχισαν οι ανακρίσεις. Με είχαν πάρει σε μια αίθουσα, η στρατιωτική αστυνομία και με ρωτούσαν τι είχα δει στο δρόμο, αν είχα δει στρατό κλπ. Δεν είχα δει τίποτα. Δεν ξέραμε τι είχε γίνει".

Ο πρώτος προορισμός ήταν η Θεσσαλονίκη "αλλά μείναμε εκεί, για λίγες ώρες. Ο πατέρας μου, δεν είχε αποφασίσει αν θα μείνουμε εκεί ή αν θα πάμε στην Αθήνα. Είχε ένα φίλο, με τον οποίον επρόκειτο να κάνουν δουλειά -επί της ζαχαροπλαστικής, που ήξερε ο μπαμπάς μου-, αλλά κάτι δεν "κόλλησε" και φύγαμε για την Αθήνα. Για την ακρίβεια, στο Κουκάκι όπου ζούσε η αδελφή της μάνας μου, Φωφώ και μείναμε εκεί, έως ότου βρούμε σπίτι -που ήταν δίπλα, επί της λεωφόρου Κουκακίου, δίπλα στην εκκλησία του Άγιου Γιάννη. Ξεκινούσαμε τη ζωή μας από την αρχή και εύλογα μας έλειπαν πολλά πράγματα. Και η αδελφή μου και εγώ, χάσαμε τη χρονιά στο σχολείο, γιατί όταν ήλθαμε δεν ξέραμε τίποτα και δεν είχαμε πού να μείνουμε. Χρειαστήκαμε χρόνο να εγκατασταθούμε και να προσαρμοστούμε. Ευτυχώς ο πατέρας μου είχε φίλους εδώ, από την Πόλη και βρήκε αμέσως δουλειά. Μέχρι τον Οκτώβριο είχε βρει δουλειά στο εργοστάσιο "Μέλο".

Όσο ήταν στην Τουρκία, ήταν ο "γκιαούρ" (άθρησκος). Όταν ήλθε στην Ελλάδα ήταν ο "τουρκόσπορος". "(γελάει) Δεν ανήκαμε πουθενά. Ρωτούσα "ρε παιδιά, τελικά τι είμαστε;". Το βέβαιο είναι πως οι Πολίτες είναι πολύ Έλληνες. Αγαπούσαν τη θρησκεία και είχαν τρέλα με την πατρίδα. Την ίδια ώρα, δεν ήταν πολύ εύκολο να είσαι Χριστιανός στην Τουρκία. Για τους μουσουλμάνους, ήμασταν αλλόθρησκοι. Βέβαια, δεν ήταν όλοι οι Τούρκοι έτσι. Γίνονταν έτσι όταν ήταν πολλοί μαζί, όταν ήταν όχλος. Μεμονωμένα, κάνουν παρέα με αλλόθρησκους.

Φίλους έχω ακόμα από αυτήν την εποχή. Και από τον αθλητισμό έχω φίλους, γιατί όταν έφυγα ήμουν πρωταθλητής Κωνσταντινούπολης και δευτεραθλητής Τουρκίας, στους εφήβους. Είχα ένα κύκλο, μέσα από τα σωματεία. Ωστόσο, δεν μπορείς να γίνεις 100% φίλος με έναν Τούρκο. Γνωστός που ξεχωρίζεις κάποιους που καλούς, κάποιους με τους οποίους να ταιριάζεις, είσαι. Αλλά φίλος, φίλος δεν μπορείς να γίνεις, γιατί έχουν άλλα "πιστεύω", μεγαλώνουν διαφορετικά, μεγαλώνουμε διαφορετικά. Τα ελληνικά σχολεία ήταν επί της ουσίας μεικτά, αφού είχαμε υποχρεωτικά πέντε μαθήματα στα τούρκικα. Βέβαια, δεν είχαμε Τούρκους μαθητές, αλλά πήγα και μια τάξη στο τέλος σε τούρκικο σχολείο αναγκαστικά. Ήταν πιο κοντά στο σπίτι... Μετά μας έδιωξαν".

Ήθελα κολύμβηση, αλλά δεν ψήλωσα
Ως παιδί ασχολήθηκε με διάφορα αθλήματα "για παιχνίδι.
Φυσικά και έπαιξα ποδόσφαιρο. Επειδή όμως, ήμουν από νησί, από την Αντιγόνη, όπου φτιάχτηκε το πρώτο ανοιχτό κολυμβητήριο, έκανα κολύμβηση -μάλιστα ήμουν πρωταθλητής στα 25 μέτρα, στους παίδες της Πόλης-, έπαιξα πόλο ως τερματοφύλακας, έκανα καταδύσεις. Από 10 χρόνων δοκίμασα πολλά". Θα μπορούσαμε να πούμε πως όλα ξεκίνησαν από την οικογένεια του, αλλά θα λέγαμε ψέματα. Τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά το αρχικό στάδιο. "Ο πατέρας μου, Ιάκωβος είχε τρέλα με τον στίβο. 'Εφτιαχνε ακόντια και με έβαζε να τα ρίχνω. Με έβαλε και να πετάω δίσκο. Αυτά όμως, δεν μου άρεσαν και του το είπα. Του είχα εξηγήσει ότι με ενδιέφερε περισσότερο το υγρό στοιχείο. Εκείνος όμως, ήταν που με πήγε στην άρση βαρών.

Όταν με έβγαλαν από την ομάδα κολύμβησης, επειδή δεν πήρα ύψος μετά τον πρώτο χρόνο, ο προπονητής μου μου είχε συστήσει να δοκιμάσω κάποιο δυνατό άθλημα -λόγω της δύναμης που είχα στα χέρια και στα πόδια. Μου πρότεινε να πάω στην πάλη, στο μονόζυγο και στην άρση βαρών. Ένα καλοκαίρι λοιπόν, όταν ήμουν 13, επιχείρησα να φτιάξω μόνος μου βάρη. Είχα πάρει μια σωλήνα, γέμισα κάτι τενεκέδες με τσιμέντο και πάλευα μόνος μου. Με είδε ο πατέρας μου και από το φόβο μην τραυματιστώ, φώναξε ένα φίλο του που ήταν ο πρώτος προπονητής μου, ο Στράτος Σερβής, να βοηθήσει. Εκείνος με πήρε και με πήγε στο Πέρα. Όλοι οι Έλληνες εκεί κάναμε προπονήσεις. Εκεί και στο Κουρτουλούς. Αυτά ήταν τα μεγάλα σωματεία. Έτσι το 1962 ξεκίνησα τη διαδρομή μου".

Αυτό που τον ιντριγκάρισε και έμεινε ήταν ότι κατάφερε να ξεχωρίσει από τους πρώτους κιόλας μήνες. Συν κάτι ακόμα: "Τότε ήταν της μόδας τα έργα με την ελληνική μυθολογία. Βλέπαμε λοιπόν, κάτι ωραία κορμιά, ωραία σώματα και αυτός ο προπονητής, για να μας κάνει να μείνουμε στην άρση βαρών, μας έλεγε "κάνε βάρη και θα γίνεις έτσι, θα είσαι ωραίος, δυνατός, θα σε θέλουν τα κορίτσια". Μας έβαζε "τυράκι". Εμείς το τρώγαμε το χάπι και δώστου προπόνηση. Έτσι "κόλλησα" και την αγάπησα πολύ. Στους πέντε μήνες, κατέβηκα σε αγώνες επίλεκτων Κωνσταντινούπολης και "βγήκα" πέμπτος. Αυτό ήταν το πρώτο που μου άρεσε. Είχα πάει σε αγώνες, ένιωσα ωραία, μας είχαν δώσει σε όλους μετάλλιο -άλλο ένα "τυράκι". Έπειτα από ένα χρόνο πήγα στο πρωτάθλημα Παίδων και Εφήβων της Κωνσταντινούπολης, όπου μετείχαν 30 σωματεία και πάνω από 100 παιδιά. Εκεί βγήκα πρώτος. Είχαν προηγηθεί προπονήσεις που είχαν ξεκινήσει από μία ώρα και είχαν φτάσει τις τρεις. Τότε μου είπε ο προπονητής μου να μην τα παρατήσω, γιατί είχα ταλέντο. Πήγε στον πατέρα μου, είπε τα ίδια και ήταν αυτός που κάθε μέρα με έπαιρνε από το σχολείο και με πήγαινε στην προπόνηση. Τελείωνα το σχολείο στις 16.00 και στις 17.00 ήμουν στο γυμναστήριο. Έκανα δυο ώρες προπόνηση, έπαιρνα το τραμ και πήγαινα σπίτι".

"Ο Σοφιανίδης ήταν εξάδελφος μου και εκείνος μου είπε να πάω στον Παναθηναϊκό"
Όταν έζησε το ξεριζωμό και αφότου ξεπέρασε τα βασικά ζητήματα
(επιβίωσης, διαβίωσης) θέλησε να αναζητήσει ένα μέρος, να συνεχίσει να ασχολείται με το αγαπημένο του σπορ. "Είχα εξάδελφο, τον Αλέκο Σοφιανίδη, έναν από τους καλύτερους παίκτες στην ιστορία της ΑΕΚ. Στην Κωνσταντινούπολη, έκανε προπονήσεις στο Πέρα Κλουμπ και στο ακόντιο και στο στίβο -στα 100 μέτρα- και στο ποδόσφαιρο. Τελικά, έγινε ποδοσφαιριστής, ένα από τα καλύτερα μπακ της Ελλάδας. Τον βρήκα λοιπόν, και τον ρώτησα πού θα μπορούσα να πάω για προπονήσεις.

Μου είπε πως η ΑΕΚ δεν είχε τμήμα άρσης βαρών, ρώτησε και μου είπε "θα πας στον Παναθηναϊκό, με τον οποίον δεν τα έχω καλά γιατί είμαι ΑΕΚτζης, αλλά έχουν το καλύτερο, το πιο οργανωμένο τμήμα". Τότε είχε τμήμα ο Πανελλήνιος, που υπολειτουργούσε και ένα στον Εθνικό, αλλά μου είπε πως δεν ήταν σαν και εκείνο του Παναθηναϊκού. Μετά, τηλεφώνησα σε άλλον φίλο μου, πάλι ποδοσφαιριστή, τον Κώστα Χάντζο, που ήταν πιο νέος από τον Αλέκο για να μου πει πώς θα πάω στο γήπεδο. Δεν ήξερα δρόμους, δεν ήξερα τίποτα. Ήλθε το παιδί, με πήρε από το Παλαιό Φάληρο, όπου είχαμε μετακομίσει σε γειτονιά Πολιτών -μας αρέσει η θάλασσα και μαζευόμαστε στη θάλασσα-, και με πήγε".

Δείτε όλη τη συνέχεια εδώ - sport24.gr

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ